Γιγάντιο το πρόβλημα με την ελληνική γλώσσα

Γιγάντιο το πρόβλημα με την ελληνική γλώσσα
 
 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ,
Λογοτέχνης.

Θα μιλήσω, αγαπητοί φίλοι, για το ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο, γιατί συμβαίνει να είναι μέσα στα πλαίσια των ενδιαφερόντων μου. Και κυρίως, για την πεζογραφία μας σε σχέση με την πεζογραφική παραγωγή άλλων χωρών.

Μέσα στον όλο προβληματισμό για το αν  η  εικόνα  έχει  αντικαταστήσει  τον  λόγο  σαν μορφή αφήγησης κ.τ.λ. κ.τ.λ., υπάρχει και το ειδικότερο πρόβλημα τού ελληνικού βιβλίου, που δεν είναι άλλο φυσικά από το πρόβλημα τής ελληνικής γλώσσας, μιας γλώσσας τρισχιλιετούς η οποία στην παρούσα εκδοχή της δεν γράφεται παρά από μία μειονότητα ολίγων εκατομμυρίων και φυσικά διαβάζεται απ’ αυτήν, όσο και αν τα ποσοστά αναλφαβητισμού παραμένουν υψηλά και επικίνδυνα.

Το πρόβλημα με απασχόλησε από πολύ νωρίς γιατί μού δόθηκαν, λόγω σχολείου, οι δυνατότητες να γράφω σε δύο άλλες γλώσσες, την Αγγλική πρώτα και τη Γαλλική ύστερα. Ωστόσο όλες οι απόπειρες που έκανα να εκφραστώ, χάριν συντομογραφίας, σε αυτές τις δύο γλώσσες, κατέληξαν για μένα σε αλλοτριωμένες γραφές. Όταν λέω «χάριν συντομογραφίας» εννοώ για να κόψω μονοπάτι μέσα από το δάσος και να φτάσω συντομότερα στο διεθνές κοινό, παρακάμπτοντας τον λαβύρινθο τής μετάφρασης. Με το δε «αλλοτριωμένες γραφές» εννοώ πως στη γλώσσα που εκφράζεσαι, αυτή τη γλώσσα εκφράζεις. Ή για να το πω πιο απλά: Η γλώσσα επιβάλλει τούς δικούς της κώδικες και σε παρασύρει όπως τα ρεύματα στη θάλασσα. Αλλού βουτάς και αλλού ξενερίζεις. Έτσι κατάλαβα την πολύ απλή αλήθεια ότι το μήνυμα όντας το μέσο—το μέσο τής συγκεκριμένης γλώσσας στην περίπτωσή μου—για να εκφραστώ σωστά έπρεπε να διαλέξω σαν μέσο εκείνη τη γλώσσα τής οποίας το μήνυμα μού πήγαινε. Δηλαδή τη μητρική μου. Την Ελληνική.

Όμως με την Ελληνική, είχα ένα γιγαντιαίο πρόβλημα: Έπρεπε σαν κάθε συγγραφέας άξιος τού ονόματός του να την πλάσω από την αρχή. Γιατί είναι μια γλώσσα που ακόμα, όταν ήμουν νέος εγώ, ψαχνόταν, ανιχνευόταν. Ας μην ξεχνάμε πως το πρόβλημα τής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το πρόβλημα τής ελληνικής γλώσσας. Αυτό καταταλαιπώρησε για εκατό χρόνια και πάνω, αυτό στράγγιξε τη φαιά ουσία, ενός π.χ. Παλαμά που θα μπορούσε να είχε ασχοληθεί με οικουμενικότερα θέματα λόγω τής ευρύτατης παιδείας του.

Και η γλώσσα είναι αυτή που τελικά ορίζει σε μάς την αξία ενός  συγγραφέα. Όχι τόσο το μήνυμά του, ούτε τόσο, στην πεζογραφία, η πλοκή τού μυθιστορήματος, αλλά η γλώσσα, το «ντύμα» δηλαδή. Και έτσι έχουμε συγγραφείς που συνεισφέρουν φτωχαίνοντας ηθελημένα τη γλώσσα (κυρίως στην ποίηση), άλλους που εισάγουν βυζαντινή και πατερική ηχώ, ωστόσο το περίεργο είναι ότι στην ποίηση τουλάχιστον βρέθηκαν τρεις από τούς μεγαλύτερους ποιητές μας να σκέφτονται σε άλλη γλώσσα και να γράφουν στην Ελληνική, για να την πλάσουν και αυτοί με τον τρόπο τους. Είναι όπως ξέρετε η περίπτωση Σολωμού, Κάλβου και Καβάφη.

Όλα αυτά τα λέω γιατί πρέπει να αντιληφθούμε ότι, αν το πρωταίτιο σε μια λογοτεχνία είναι η γλώσσα της, τότε αυτή η λογοτεχνία δεν περνά σε καμιά μετάφραση τού κόσμου, όσο καλή και αν είναι. Και εδώ αγγίζουμε τώρα το κέντρο τού προβλήματος, που είναι: Γιατί η ελληνική πεζογραφία δεν μπορεί να σταθεί διεθνώς. Δεν παρακινεί κανένα ενδιαφέρον, δεν διαβάζεται.

Σήμερα ζούμε σε μια εποχή marketing. Τα βιβλία δεν μπορούν να διατηρηθούν πάνω από δύο μήνες maximum στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Μετά πολτοποιούνται. Πλήθος οι μεγάλοι συγγραφείς, των οποίων τα έργα δεν τα βρίσκεις πια σε επανεκδόσεις. Γι’ αυτό λέμε πως στη σύγχρονη εποχή τής ταχύτητας, μόνον συνδυασμένες κινήσεις εκδοτών και κρατικών φορέων μπορούν να δώσουν καρπούς.

Παραδείγματος χάριν, σε μια εβδομάδα ελληνικού βιβλίου στη Γαλλία, ένας νέος εκδότης, σκέφθηκε, για να κινήσει το ενδιαφέρον των βιβλιοπωλών, να δώσει δωρεάν εισιτήρια σε εκείνους που θα πουλήσουν έναν ορισμένο αριθμό, και πάνω, αντιτύπων. Ο Γάλλος αυτός εκδότης είχε έρωτα με την Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα τον αγνόησε. Τελικά σιγά-σιγά σταμάτησε να βγάζει Έλληνες συγγραφείς γιατί δεν πουλούσαν. Αλλά για να πουλήσουν έπρεπε οι Γάλλοι δημοσιογράφοι να ενδιαφερθούν. Και πώς θα ενδιαφερθούν αν δεν τούς καλέσεις μια βόλτα από τούς Δελφούς κ.τ.λ. κ.τ.λ.;

Όλα αυτά τα προβλήματα αναιρούνται φυσικά από τη στιγμή που ένας συγγραφέας εγγράψει την πορεία του στο στερέωμα ως «διάττων». Τότε όλα υποχωρούν και λέμε «ένα αστέρι γεννιέται». Μα σήμερα ούτε τα αστέρια φαίνονται στον ουρανό. Έχω πολλές φορές μπερδέψει το φεγγάρι στη Νέα Υόρκη με διαφημιστικό σποτ τής Κόκα Κόλα. Για να πεις «ένα αστέρι γεννιέται», όπως μέχρι το 1930, σήμερα θα πρέπει προηγουμένως να έχουν εφευρεθεί οι προβολείς που θα το κάνουν να λάμψει. Και αυτοί οι προβολείς είναι τα μέσα ενημέρωσης. Και αυτά τα μέσα ενημέρωσης κινούνται από την αρχή τού starStar system λοιπόν και στα βιβλία, κι άντε να καταλάβεις αν μέσα στους χιλιάδες αγνοουμένους υπάρχει ένας Τσέχωφ, ένας Προυστ, μια Βιρτζίνια Γουλφ.

ΠΗΓΗ: Σοφοκλής Ξυνής (2016). Ελλάδα Διεθνές Πνευματικό Κέντρο – Α΄ Διεπιστημονικό Συνέδριο στους Δελφούς 14-16 Οκτωβρίου 1995 – Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο ΔελφώνΑνθολογία Πρακτικών (Printfair: Αθήνα, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος ISBN 978-618-82905-1-8) σσ. 65-67. 
Ανάρτηση 2.b.ix

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *