Εκπαιδευτική Παλιγγενεσία τής Ελλάδος
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΞΥΝΗΣ,
Συγγραφέας-καθηγητής Φυσικής και Μηχανικής
(Σχολή Ευελπίδων, 1976-2005).
Στο πλαίσιο τής Διακοσιετηρίδος (2021-2033) τής Εθνικής Παλιγγενεσίας (1821-1833), ήρθε πλέον το πλήρωμα τού χρόνου για την Εκπαιδευτική Παλιγγενεσία τής Ελλάδος, σε έναν κόσμο όπου έθνη και πολυεθνικοί σχηματισμοί αδυνατούν να δώσουν απαντήσεις στις προκλήσεις των καιρών, όπως συνόψισε ο συγγραφέας Θεόδωρος Ζιάκας, στο 3ήμερο Α΄ Συνέδριο στους Δελφούς 14-16 Οκτωβρίου 1995, με θέμα “Ελλάδα, Διεθνές Πνευματικό Κέντρο”, ως εξής:
“Ο εθνοφυλετισμός, ως τύπος νοηματοδότησης τής εθνικής μας ταυτότητας, έχει πλήρως δυσφημισθεί και απαξιωθεί. Η εμπειρία τής εφαρμογής του (ναζισμός-φασισμός) υπήρξε καταλυτική. Η Δύση η ίδια κι εμείς μαζί της τον πληρώσαμε με την φρίκη τού Πρώτου και τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ανάλογη είναι και η κατάληξη τού κοσμοπολιτισμού. Έχει κι αυτός εξαντληθεί ως τύπος νοηματοδότησης τής εθνικής ταυτότητας. Στη μαρξιστική του μορφή, ως ‘προλεταριακός διεθνισμός’, ανήκει πλέον στο παρελθόν. Κι ενώ, μετά την κατάρρευση τού υπαρκτού σοσιαλισμού και τής επακόλουθης πρωτοφανούς οικονομικής και πληροφοριακής διεθνοποίησης, πολλοί ανέμεναν την πλήρη κατάρρευση των εθνικών συνόρων, συνέβη το αντίθετο. Η υπεράσπιση τής εθνικής ταυτότητας έγινε πρώτιστο ζήτημα. Μόνο τις πολυεθνικές και τα φερέφωνά τους συγκινεί πλέον ο κοσμοπολιτισμός, η πολιτιστική ισοπέδωση, ο εθνικός αυτομηδενισμός.”
Σε αυτό το πλαίσιο, μία εξωστρεφής αναδιάταξη τής ελληνικής εκπαίδευσης, ώστε η Ελλάδα να καταστεί Διεθνές Κέντρο Εκπαίδευσης, θα είναι βιώσιμη μόνον εάν συνδυάζει αφενός μια συντεταγμένη (ποσοτική) επέκταση τής ελληνικής εκπαίδευσης εν μέτρω στα παγκόσμια (υπερεθνικά) υψίπεδα τής διεθνούς εκπαίδευσης και αφετέρου μια ανθρωπιστική (ποιοτική) επαναπροσέγγιση τής Παιδείας, όπως επεσήμανε στο Συνέδριο ο καθηγητής Γεώργιος Παύλος τού Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, ως εξής:
“Το θέμα τής εκτάσεως ενός πολιτισμού ερήμην τής εντάσεως ως ποιότητα και αλήθεια έχει τεθεί τραγικά στα όρια τού δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος επεκτάθηκε κυρίως φονεύοντας και καταστρέφοντας. Διότι η γενοκτονία των ιθαγενών Αμερικανών, ή η απάνθρωπη και βάρβαρη μετατροπή των μαύρων τής Αφρικής σε δούλους τού λευκού ανθρώπου (μάλιστα συχνά υπό τις ευλογίες τής δυτικής Χριστιανοσύνης) και πολλά άλλα, δεν είναι γεγονότα άσχετα με τα νεώτερα Άουσβιτς και Γκουλάνγκ και την σύγχρονη αποϊεροποίηση τής ζωής και τού κόσμου, όπου ο κόσμος και ο άνθρωπος έχουν πλήρως αντικειμενοποιηθεί σε μία έρημο τού χώρου και τού χρόνου. Φαίνεται λοιπόν πως αντίθετα από την έκταση ή επέκταση τού δυτικού πολιτισμού, που αφανίζει και υβρίζει αλλαζονικά κάθε ετερότητα και ιδιαιτερότητα, η επιμονή τού Ελληνικού Πολιτισμού στην ένταση ως ποιότητα και ο σεβασμός τού έτερου, τού άλλου και τού ‘ξένου’, που είναι ο ίδιος ο εαυτός μας. Γι’ αυτό αυτός ο λαός έχει να παλέψει με τον κόσμο των σκιών. Με τον κόσμο δηλαδή τής ανυπαρξίας και τού διαρκούς μηδενισμού τής ύπαρξης. Με τον κόσμο δηλαδή τού μηδενός τον οποίον πρέπει να τον κάνει γεμάτο κόσμο.”
Απεναντίας, οι διεθνείς οργανισμοί (UNESCO, ΟΟΣΑ κ.τ.λ.) καταγράφουν και αξιολογούν την δυναμική τής διεθνούς εκπαίδευσης, επί τη βάσει ποσοτικών κυρίως δεδομένων (συνολικός αριθμός και ανά χώρα κατανομή διεθνών φοιτητών, εθνικές δαπάνες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κ.τ.λ.). Κατά κανόνα δηλαδή, προσεγγίζουν αναλυτικά την Εκπαίδευση μάλλον ως φαινόμενο (ποσοτικής) «εκτάσεως», παρά ως φαινόμενο (ποιοτικής) «εντάσεως». Αυτή η αναλυτική προσέγγιση όμως είναι ανεπαρκής, διότι κάθε εκπαιδευτικό σύστημα αποτιμάται επί τη βάσει δύο κριτηρίων, το πρώτο ποσοτικό και το δεύτερο ποιοτικό:
(α) Έκταση τής εκπαίδευσης. Ως ποσοτικό φαινόμενο εκτάσεως, κάθε εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι ανοιχτό σε όσο το δυνατόν περισσότερους νέους ανθρώπους, χωρίς a priori αποκλεισμούς με κριτήρια φυλής, χρώματος, φύλου, εθνικότητας, οικονομικής κατάστασης, επιπέδου νοημοσύνης, ή ακόμη και σωματικής αρτιμέλειας: Οικονομικά μη προνομιούχοι, ή λιγότερο διανοητικά προικισμένοι, ή σπουδαστές σχολείων Ειδικής Αγωγής, έχουν αναφαίρετο δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση, το οποίο έκαστος πρέπει να μπορεί να το ασκεί εφ’ όσον διαθέτει τον ψυχισμό (commitment) για διεύρυνση τού πνευματικού του ορίζοντα σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης.
(β) Ένταση τής εκπαίδευσης. Παράλληλα όμως, ως ποιοτικό φαινόμενο εντάσεως, κάθε εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να αναδεικνύει την αξιοσύνη ενός εκάστου, και ειδικά των πλέον προικισμένων σπουδαστών, ώστε δια τής εκπαίδευσης να αξιοποιήσουν τις εκ γενετής ή επίκτητες κλίσεις τους, σύμφωνα με την προδιάθεση ενός εκάστου (inner calling).
Ενδεικτικά, την σημασία τής “εντάσεως” τής εκπαίδευσης (με εκπαιδευτική και ερευνητική επικέντρωση στον Άνθρωπο), ήτοι την κοσμογονική δύναμη που έχει η ποιοτική διάσταση τής Παιδείας, την απέδωσε μεταφορικά και επιγραμματικά, την 12 Ιουλίου 2013, η 16χρονη τότε Malala Yousafzai*—το πλέον διακεκριμένο μέλος της διεθνούς εκπαίδευσης—στον επίλογο τής ιστορικής της ομιλίας ενώπιον τής Γενικής Συνέλευσης τού Ο.Η.Ε., επί λέξει ως εξής:
“Ένα παιδί, ένας δάσκαλος, ένα βιβλίο και ένα μολύβι
μπορούν να αλλάξουν τον Κόσμο.
Η Παιδεία είναι η μοναδική λύση.
Η Παιδεία είναι το πάν.”
(“One child, one teacher, one book and one pen
can change the world.
Education is the only solution.
Education is everything.”)
Μία εφαρμογή δε τού επιγραμματικού ρητού τής Μalala Yousafzai ήταν ο ριζικός πολιτισμικός μετασχηματισμός τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφότου ένας μαθητής, ο Λατίνος Κικέρων, ολοκλήρωσε την ελληνική εκπαίδευσή του στο πλευρό ενός Έλληνος δασκάλου, τού Απολλωνίου τού Μόλωνος, στη Ρόδο, πριν από 21 αιώνες, τότε που η Ελλάδα ήταν το διαλάμπον Διεθνές Κέντρο Εκπαίδευσης τού αρχαίου κόσμου, σύμφωνα με τον Edward Gibbon τον σημαντικότερο ιστορικό τού Διαφωτισμού:**
“Η Ελληνική ήταν η φυσική διάλεκτος των επιστημών και η Λατινική η νομική γλώσσα των συναλλαγών, εκείνοι δε που συνδύαζαν τα γράμματα με το επιχειρείν ήσαν ικανοί να επικοινωνούν εξ ίσου και στις δύο γλώσσες.”
Τότε, επί αιώνες η Αθήνα και άλλες ελληνικές πόλεις συναποτελούσαν το εκπαιδευτικό κέντρο τής τριηπειρωτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Γόνοι Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αρχόντων αποδημούσαν απ’ όλα τα μέρη τής αυτοκρατορίας στην Ελλάδα, για να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους στην ελληνική γλώσσα. Σε εκείνην την δίγλωσση αυτοκρατορία, η Αθήνα κατόρθωσε να χρηματοδοτεί επί αιώνες την οικονομία της, και ειδικά τα αναπτυξιακά της έργα, πρωτίστως από την εκπαίδευση: Τα μεγάλα αυτοκρατορικά έργα (θέατρο Ηρώδου Αττικού, Βιβλιοθήκη Αδριανού, Ολυμπιείο κ.τ.λ.), τα οποία κοσμούν την σύγχρονη Αθήνα και από τα οποία συνεχίζει και σήμερα να επωφελείται η τουριστική βιομηχανία των Αθηνών και η οικονομία τής Νεωτέρας Ελλάδος, είναι αποτέλεσμα τού ιστορικού ρόλου και τής πολιτισμικής αίγλης των Αθηνών και τής Ελλάδος ως τού Διεθνούς Κέντρου Εκπαίδευσης τού αρχαίου κόσμου.
Η επανανάδειξη όμως τής Ελλάδος σε Διεθνές Κέντρο Εκπαίδευσης, στη σύγχρονη εποχή αυτή την φορά, προϋποθέτει εθνική ομοψυχία, ακαδημαϊκή σύμπνοια, και συστράτευση όλων των πνευματικών δυνάμεων τού Ελληνισμού, όπως επεσήμανε η καθηγήτρια Μερόπη Σπυροπούλου τού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο Συνέδριο “Ελλάδα, Διεθνές Πνευματικό Κέντρο”, δεδομένου ότι:
(α) Ιδιωτική Εκπαίδευση. Μεσοπρόθεσμα, τον κύριο ρόλο για την διεθνή προβολή τής ελληνικής μεταλυκειακής και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ως φαινομένου “εκτάσεως”, για την προσέλκυση μέχρι 90.000 διεθνών φοιτητών στην Ελλάδα, σε (ποσοτικοποιημένο) επίπεδο συναλλαγματικών εισροών περί τα € 3 δις ετησίως ή € 30 δις ανά δεκαετία, θα τον αναλάβουν αφενός τα καθιερωμένα ιδιωτικά ελληνικά κολλέγια (ως εκ τής ευελιξίας και οικονομικής τους αυτοτέλειας) από κοινού με ξένα κρατικά πανεπιστήμια με τα οποία ήδη διασυνδέονται, και αφετέρου τα δημόσια ελληνικά ΑΕΙ ανά περίπτωση. Τα ιδιωτικά κολλέγια και τα δημόσια ΑΕΙ θα εποπτεύονται και συντονίζονται, όσον αφορά σε προωθητικές τους ενέργειες στο εξωτερικό, από τα υπουργεία Παιδείας και Εξωτερικών και θα υποστηρίζονται από αρμόδιες αρχές, όπως τα Υπουργεία Πολιτισμού, Ανάπτυξης και Τουρισμού, ο Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ) κ.τ.λ.
(β) Δημόσια Εκπαίδευση. Μακροπρόθεσμα, τον πρώτιστο ρόλο για μια εξωστρεφή και βιώσιμη επαναπροσέγγιση τής Παιδείας, ως φαινομένου “εντάσεως” (με επίκεντρο τον Άνθρωπο), θα τον διαδραματίσουν τα δημόσια Α.Ε.Ι., που έχουν χρέος, έναντι τής Ελληνικής Ιστορίας και έναντι τού μέλλοντος τής Ανθρωπότητος, να αναλάβουν το τιτάνιο προμηθειακό έργο τής εμβριθούς ελληνικής επανανάγνωσης των πηγών, όπως επισημάνθηκε από τον Καθηγητή Λάμπρο Σιάσο, τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και όπως τονίσθηκε με παρρησία από τον πρ. Υπουργό και Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων Βύρωνα Πολύδωρα στο παραπάνω Συνέδριο.
Ειδικότερα, η Ελλάδα, ως δημογραφικώς μικρή χώρα, ενδείκνυται να αυτοπεριορισθεί σε λιγότερο από 100.000 διεθνείς φοιτητές μέχρι το 2033. Επομένως η ελληνική εκπαίδευση δεν μπορεί να ανταγωνισθεί σε ποσοτικό επίπεδο με χώρες που έχουν μεγάλο πληθυσμό. Εντούτοις μπορεί να διακρίνεται διεθνώς σε ποιοτικό (ανθρωπιστικό) επίπεδο, ως η παγκόσμια Μητρόπολη των Ανθρωπιστικών Σπουδών, ήτοι σε τομείς “πολιτισμικής εντάσεως”, όπου έχει συγκριτικό πλεονέκτημα—ως ο “φυσικός” χώρος των Κλασσικών Σπουδών από κάθε άποψη, γεωγραφική, ιστορική, γλωσσολογική, αρχαιολογική και εθνολογική—και από όπου η Ανθρωπότητα θα αντλήσει “αιώνιες και ακατάλυτες αξίες”, σύμφωνα με τις παραινέσεις τής Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου στο μήνυμά του προς τους Συνέδρους των Δελφών το 1995, προκειμένου η Ελλάδα να αποφύγει τις επικίνδυνες ατραπούς ή και τα ελλοχεύοντα αδιέξοδα τού εθνικισμού και τής παγκοσμιοποίησης.
Μεταφορικά, οι Ανθρωπιστικές Σπουδές γενικότερα και οι Κλασικές Σπουδές ειδικότερα θα συναποτελέσουν την πολιτισμική “ατμομηχανή” τής ελληνικής εκπαίδευσης, το διακριτό πολιτισμικό αποτύπωμα τής σύγχρονης Ελλάδος στον παγκόσμιο εκπαιδευτικό χάρτη.
Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι εφικτό να υλοποιηθεί στο αρχικό του στάδιο —προσέλκυση των πρώτων 10.000 διεθνών φοιτητών στην Ελλάδα, όπως κατέδειξε η επιτυχία τής Κύπρου να διεισδύσει δια των κολλεγίων της στην παγκόσμια αγορά τής διεθνούς εκπαίδευσης το 2000-2010— δεδομένου ότι τα κολλέγια είναι πανέτοιμα προς τούτο, έχοντας ήδη αναπτύξει και σφυρηλατήσει, επί δεκαετίες, ακαδημαϊκές σχέσεις με έγκυρα ξένα κρατικά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής. Εκ παραλλήλου, πρέπει να εκπονηθεί ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο (comprehensive plan) για συντεταγμένη και βιώσιμη διείσδυση τής Ελλάδος σε αυτήν την υπερεθνική αγορά κατά τα επόμενα στάδια, ώστε οι αλλοδαποί φοιτητές στην Ελλάδα που καταβάλλουν δίδακτρα σε κολλέγια και δημόσια ΑΕΙ να ανέλθουν σε 50-90 χιλιάδες, ως αναγκαία συνθήκη (“κρίσιμη μάζα”, σύμφωνα με το ολλανδικό πρότυπο) για την ανάδειξη τής Ελλάδος σε Διεθνές Κέντρο Εκπαίδευσης.
Παρότι ένα τέτοιο μεγαλεπήβολο σχέδιο είναι εφικτό στο πλαίσιο των τεραστίων συγκριτικών πλεονεκτημάτων τής Ελλάδος, παράλληλα όμως είναι δύσκολο στην εκπόνηση και εφαρμογή του, δεδομένης τής παραδοσιακής κακοδαιμονίας των Ελλήνων όσον αφορά στον εκάστοτε αναγκαίο μεθοδικό προγραμματισμό, όπως επεσήμανε στο Συνέδριο των Δελφών ο καθηγητής Γεώργιος Παύλος τού Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης:
“ Ίσως αυτός ο λαός, από την μοίρα του, είναι αναγκασμένος για μεγάλα πράγματα, για πολύ μεγάλα πράγματα, και γι’ αυτό και είναι δύσκολο να υπάρξει σύστημα, να υπάρξει μέθοδος. Βέβαια ο υπαινιγμός αυτός δεν πρέπει να εκληφθεί εθνικιστικά ή ως μεγαλοϊδεατικός αφορισμός αλλά υπό την έννοια ότι ως Έλληνες είμαστε υποχρεωμένοι να υπηρετήσουμε τον άνθρωπο, τον πολιτισμό και την αλήθεια, όπως άλλωστε συνέβαινε ανέκαθεν. […]
Νομίζω πως ο δρόμος είναι απλός και δύσκολος ταυτοχρόνως. Διότι η δύναμη αυτού τού πολιτισμού είναι ταυτοχρόνως και αδυναμία. Είναι η δύναμή του να μετατραπεί κανείς σε μια φλεγόμενη καρδιά και ταυτοχρόνως είναι η αδυναμία να αντικειμενοποιήσει σε νεκρές έννοιες αυτό το στοιχείο που διαποτίζει την καρδιά αυτού τού λαού, ένα στοιχείο μη αντικειμενοποιήσιμο. Γι’ αυτό είναι δύσκολα τα πράγματα και γι’ αυτό δικαιολογημένα δεν μάς καταλαβαίνει η Ευρώπη. […]. Γεννηθήκαμε ίσως πριν απ’ αυτούς και πρέπει να τούς οδηγήσουμε εκεί που θα είμαστε μετά από αυτούς.”
Εντούτοις, ο ελληνικός λαός έχει αποδείξει ιστορικά ότι έχει τεράστιες δυνατότητες για μεθοδική προετοιμασία σε κομβικές περιόδους τής Νεωτέρας Ιστορίας του, δυνατότητες που αξιοποιεί ενίοτε, ειδικά όταν αντιμετωπίζει μείζονες προκλήσεις που άπτονται τής εθνικής του επιβίωσης, τής εθνικής του αξιοπρέπειας και τής ιστορικής του αποστολής ως το λίκνο τού Δυτικού Πολιτισμού. Το απέδειξε με την Εκπαιδευτική Επανάσταση τού 1797-1821—τότε που κατά μεθοδικό τρόπο, υπό την αιγίδα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, ιδρύθηκαν εκατοντάδες ελληνικά σχολεία στοιχειώδους εκπαιδεύσεως και δεκάδες ελληνικά σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως ανά την Οθωμανική Επικράτεια προς πολιτισμική σφυρηλάτηση τού έθνους—και παράλληλα με την συστηματική πολεμική και διπλωματική προετοιμασία τού υπόδουλου λαού το 1815-1821 από την Φιλική Εταιρεία, και μάλιστα υπό αντίξοες και άκρως επικίνδυνες συνθήκες, για τον εθνογονικό Αγώνα τής Παλιγγενεσίας (1821-1833). Το απέδειξε ξανά με την συστηματική, ταχύτατη και εθνοενωτική, προετοιμασία τής (καταχρεωμένης και χρεωκοπημένης) Ελλάδος το 1909-1912 για την εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913). Το απέδειξε και πάλι με την συντεταγμένη πολεμική προετοιμασία τής Ελλάδος το 1937-1940 και την συσπείρωση τού ελληνικού λαού το 1940 για το Έπος τού 1940. Το απέδειξε κατά πρωτοφανή τρόπο, όταν στέναζε υπό χαλύβδινη τριπλή κατοχή από ναζιστικοφασιστικές δυνάμεις, με τις αστείρευτες κοινωνικές δυνάμεις τής Ελλάδος, που ενεργοποιήθηκαν τότε για την συστηματική οργάνωση τής παλλαϊκής Εθνικής Αντίστασης το 1941-1944, γράφοντας μία χρυσή σελίδα στην Ιστορία και καταδεικνύοντας στην Οικουμένη ότι ο ελληνικός λαός ακόμη και όταν κατακτάται, δεν καταβάλλεται. Το απέδειξε και πρόσφατα με την συστηματική 6ετή προετοιμασία το 1998-2004 για την επιτυχή διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων 2004, παρότι τότε κάποιες ξένες δημοσιογραφικές γραφίδες “προέβλεπαν” την αποτυχία τους. Το αποδεικνύει επί δεκαετίες με την διεθνή καταξίωση τής Ελληνικής Ομογένειας, χιλιάδες επιφανή μέλη τής οποίας διακρίνονται σε συστημικές θέσεις, στον επιχειρηματικό, ακαδημαϊκό ή και πολιτικό στίβο, σε ξένους τόπους.
Εν ολίγοις ο ελληνικός λαός έχει από την φύση του την ικανότητα να σκέπτεται και να δρά κατά μεθοδικό τρόπο, αρκεί να το θέλει, και το θέλει μόνον όταν διαβλέπει κάποιον μείζονα λόγο. Δηλαδή για τον ελληνικό λαό η μέθοδος, το σύστημα, δεν αποτελεί τρόπο, πλαίσιο ή αυτοσκοπό ζωής (όπως συμβαίνει με βορειοευρωπαϊκούς λαούς), αλλά μόνον εργαλείο και μέσο για την επίτευξη ενός εκάστοτε συγκεκριμένου ανώτερου σκοπού.
Ένας τέτοιος ανώτερος σκοπός είναι η ανάδειξη τής Ελλάδος σε Διεθνές Κέντρο Εκπαίδευσης, ως το πρώτο αποφασιστικό βήμα για την ανάδειξή της στο μέλλον σε Διεθνές Πνευματικό Κέντρο. Δεν πρόκειται περί μιας νέας “Μεγάλης Ιδέας”, αλλά περί ενός αυτονόητου εγχειρήματος που συνάδει με την μακραίωνη ιστορία και την πολιτισμική παράδοση τού Ελληνισμού, ενός εγχειρήματος που έχει σκοπό όχι να κατακτήσει πολιτισμικώς άλλους λαούς αλλά απλώς να υπηρετήσει πνευματικώς την Ανθρωπότητα, για άλλη μιά φορά, όπως έκανε πάντα, όχι για να πάρει αλλά για να δώσει, όπως επεσήμανε ο καθηγητής Κυριάκος Πουλαντζάς τού Πανεπιστημίου τής Ρώμης στο Συνέδριο των Δελφών, ως εξής:
“ Από αυτήν την Ευρώπη, από αυτήν την Δύση, από αυτόν τον Κόσμο, δεν έχουμε να πάρουμε τίποτα, ίσως είμαστε πάλι εκείνοι που έχουμε να δώσουμε, όπως κάναμε πάντα.”
Προς τούτο, το θετικό αυτή την φορά είναι ότι δεν χρειάζονται (δημόσια) χρήματα. Δεν θα επιβαρυνθεί το Δημόσιο (όπως π.χ. με τούς Ολυμπιακούς Αγώνες 2004). Οι υποδομές πλέον υπάρχουν στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην επαρχία. Απεναντίας το Δημόσιο έχει μόνον να ωφεληθεί, αφού θα εισρέει στην Ελληνική Οικονομία φοιτητικό συνάλλαγμα € 2–3 δις ετησίως. Ακόμη και τα συναφή στατιστικά δεδομένα υπάρχουν, και μάλιστα ολοκληρωμένα δεδομένα εγκρίτων διεθνών οργανισμών (UNESCO, ΟΟΣΑ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ κ.τ.λ.), όπως υπάρχει πλέον και η συγκεφαλαίωσή τους στο βιβλίο μου με τίτλο “Ελλάδα Διεθνές Κέντρο Εκπαίδευσης”. Δηλαδή, οι προϋποθέσεις για αυτόν τον υψιπετή και εφικτό σκοπό, για την Εκπαιδευτική Παλιγγενεσία τής Ελλάδος, είναι άυλες, και μόνον άυλες αυτή την φορά, ήτοι: εξωστρεφής ακαδημαϊκή σύμπνοια, ευρεία κοινωνική συναίνεση, πανεθνική συσπείρωση στην Ελλάδα και την Ελληνική Ομογένεια, και πολιτική βούληση από την Ελληνική Πολιτεία—αντίστοιχη τουλάχιστον με εκείνη που το ελληνικό κράτος επέδειξε λυσιτελώς για την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων 2004.
** Η Malala Yousafzai (ملاله یوسفزۍ) γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1997 στο Πακιστάν, στην Κοιλάδα Σουάτ. Σε ηλικία 17 ετών ανεκηρύχθη επίτιμη διδάκτωρ τού πανεπιστημίου University of King’s College στον Καναδά (Μάϊος 2004) και τον ίδιο χρόνο τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης 2004. Ο πατέρας της, Ziauddin Yousafzai είναι καθηγητής και ιδιοκτήτης σχολείων (Khushal Public School) στην Κοιλάδα Σουάτ. Και οι δύο ύψωσαν από κοινού το ανάστημά τους κατά τής ένοπλης βίας τού σκοταδισμού, αγωνιζόμενοι υπέρ τού δικαιώματος πρόσβασης στην εκπαίδευση όλων των νέων ανθρώπων χωρίς διακρίσεις (φύλου κλπ). Η Malala επέζησε από απόπειρα δολοφονίας στο Πακιστάν—πυροβολήθηκε στο κεφάλι, σε ηλικία 15 ετών (το 2012)—και σήμερα αποτελεί το πλέον επιφανές μέλος τής διεθνούς εκπαίδευσης.
** Edward Gibbon, 1776, The History of the Decline and Fall of the Roman Empire (The Folio Society Ltd, 1983), τ. 1, σ. 61.
ΠΗΓΗ: Σοφοκλής Ξυνής Ελλάδα, Διεθνές Κέντρο Εκπαίδευσης (Printfair: Αθήνα 2016, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος ISBN 978-960-93-8788-0) κεφ. 6, σσ. 130-201.
Δωρεάν διαθέσιμο (freely downloadable) εδώ:
https://www.academia.edu/35483934/GREECE_INTERNATIONAL_EDUCATION_HUB