ΕΛΕΝΗ ΣΕΛΛΑ-ΜΑΖΗ,
Καθηγήτρια Γλωσσολογίας Ιονίου Πανεπιστημίου.
Εάν επιθυμούμε να καταστήσουμε (εκ νέου) την Ελλάδα πνευματικό κέντρο, θα πρέπει να φροντίσουμε αφενός να υπενθυμίσουμε την παλαιότερη πολιτιστική προσφορά μας και αφετέρου να προβάλουμε και προωθήσουμε τη νεότερη. Ο ελληνικός πολιτισμός, ως κατ’ εξοχήν πνευματικός, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το εκφραστικό του όχημα, δηλαδή την ελληνική γλώσσα. Οι δύο πραγματικότητες ανακλούν η μία την άλλη και αλληλοεξαρτώνται. Καλλιέργεια τής μιας σημαίνει προαγωγή τής άλλης, και τανάπαλιν, κάτι που έχει ήδη αποδειχθεί, και κάτι που επαληθεύεται συνεχώς. Ως εκ τούτου, κάθε προβληματισμός γύρω από τη γλώσσα συνδέεται άμεσα με την πολιτισμική μας έκφραση και θέση.
Είναι γεγονός ότι δεν πρέπει να λησμονούμε μία αναντίρρητη αλήθεια τής γλωσσικής πραγματικότητας, το ότι δηλαδή η γλώσσα αντικατοπτρίζει σε μια δεδομένη συγχρονία την κοινωνική, ιστορική και πολιτισμική κατάσταση τής γλωσσικής ομάδας που τη χρησιμοποιεί. Κρίση στην κοινωνία σημαίνει και κρίση στη γλώσσα, εντοπιζομένη πάντα στα περιφερειακά της στοιχεία, αυτά που γίνονται αμέσως αισθητά στον ομιλητή.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι στον αιώνα τής επικοινωνίας, ο χείμαρρος τής πληροφόρησης παρασύρει και καταπνίγει την ποιότητα. Στην ελληνική δε γλωσσική κοινότητα η κατάσταση είναι πιο άσχημη εξ αιτίας των τραυματικών μας εμπειριών των προερχομένων από το γλωσσικό ζήτημα. Η γλωσσική επικοινωνία περιορίζεται εις όφελος τής οπτικής, τής οθόνης δηλαδή, είτε αυτή είναι οθόνη τηλεόρασης είτε υπολογιστής. Η ελλιπής ή η επίπεδη έκφραση, η ασάφεια, η γενικολογία, ή ακόμη η ανακρίβεια στον λόγο συνιστούν όλο και συχνότερα φαινόμενα.
Χωρίς να θέλω να μιλήσω για «γλωσσική υποβάθμιση», πιστεύω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε—αποδεχόμενοι τη διατύπωση τού Wittgenstein ότι υπάρχουμε μέσα από τη γλώσσα—ότι είμαστε ό,τι είμαστε στον βαθμό που μπορούμε να εκφραστούμε γλωσσικά και να συναντηθούμε με τούς άλλους. Θα συμφωνήσουμε επίσης με το γεγονός ότι σήμερα η εκφραστικότητά μας αρχίζει να χωλαίνει σε τέτοιο βαθμό που να συρρικνώνεται το φάσμα των γλωσσικών μας επιλογών, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση κανείς να καθορίσει μόνος του το ύφος και το ήθος τού λόγου του, την ποιότητα δηλαδή τής επικοινωνίας του. Πράγμα που σημαίνει ότι σιγά-σιγά ο ομιλητής χάνει την ικανότητά του να μορφώνει τη σκέψη του εκφράζοντάς την οδηγούμενος τελικά στον αυτοματισμό και την τυποποίηση. Αυτοματοποιώντας όμως κάποιος τον λόγο του, ηθελημένα ή αθέλητα, παύει πια να σκέπτεται.
Συνεπάγεται λοιπόν ότι μόνον η καλή γνώση τής γλώσσας και η δημιουργική της χρήση συνιστούν τα στοιχεία εκείνα που θα προφυλάξουν τον ομιλητή από τις συνιστώσες τού επικοινωνιακού προβλήματος, δηλαδή:
(α) Από τη γλωσσική παρανόηση που προκαλείται από τη μεταγλώττιση επί το δημοκρατικότερον, όπου δημοτική σημαίνει απλώς αποφυγή ή προσαρμογή κάθε στοιχείου που σχετίζεται ή που νομίζουμε ότι σχετίζεται με τη μορφή τής καθαρεύουσας—έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε σύμπλεγμα γλωσσικής κατωτερότητας στον λαό, με παρεμβάσεις και αυστηρούς κανόνες να τού προκαλέσουμε ενοχές, με αποτέλεσμα ο λαός από δότης να μετατρέπεται σε λήπτη γλώσσας.
(β) Από τη γλωσσική εξάρτηση από ξένα πρότυπα σε επίπεδο τόσο λεξιλογικό όσο και μορφολογικό και συντακτικό.
(γ) Από τον γλωσσικό μας λαϊκισμό, την εσφαλμένη τεχνητή μίμηση τής λαϊκής γλώσσας, με αποτέλεσμα να γινόμαστε λαϊκότεροι τού λαού, και τούτο είτε διότι ταυτίζουμε τη σημερινή σύνθεση τού ελληνικού λαού με παλαιότερες επαγγελματικές κοινωνικοοικονομικές ομάδες, είτε διότι το σημερινό γλωσσικό επίπεδο τού λαού το ταυτίζουμε με παλαιότερες φάσεις τής γλωσσικής επικοινωνίας του (βλέπε επίσης babytalk).
(δ) Από την κομματικοποίηση τής γλώσσας, την αντίληψη δηλαδή ότι οι εντεταγμένοι σε ένα κόμμα θεωρούν ότι πρέπει (πέρα από την κοινωνιοπολιτική ορολογία τής ιδεολογίας τους) να διαφοροποιηθούν και γλωσσικά από τούς οπαδούς των άλλων κομμάτων.
(ε) Από την επίδειξη, τις σοφιστικές δηλαδή συσκοτίσεις τής πληροφορίας εις βάρος τής σαφήνειας και τής γνησιότητας τής πληροφορίας [σ.σ., π.χ. «ξύλινος» πολιτικός λόγος].
Όσον αφορά στο σχολείο, […] πιστεύουμε ότι έχει πλέον καταστεί σαφές ότι η Ελληνική δεν είναι μόνον η δημοτική μας γλώσσα: Ελληνικά είναι και τα παλαιότερα Ελληνικά μας. Διαχρονική προσπέλαση τής Ελληνικής σημαίνει κατάδειξη και ανάδειξη τής συνέχειας και τής συνοχής των διαφόρων μορφών της. Η μέχρι πρότινος πολιτική περιορισμού τής ελληνικής γλώσσας αποκλειστικά και μόνον στη σύγχρονη μορφή και χρήση της αποτελεί ανεπαρκή τρόπο προσέγγισης για μια γλωσσική κατάρτιση απαιτήσεων και την επιζητούμενη γλωσσική καλλιέργεια, με δεδομένα βέβαια πάντοτε την ιστορική προέλευση και την υφή τής ίδιας τής σημερινής Ελληνικής.