Η ελληνική έννοια τού μέτρου, φάρος πνευματικός τής Ανθρωπότητας

HOME PAGE - Head photo

Η ελληνική έννοια τού μέτρου,

φάρος πνευματικός τής Ανθρωπότητας

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Πρωτοβουλίας 1995-2030 με τίτλο
«ΕΛΛΑΔΑ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ»

 

  1. ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Ο ακρογωνιαίος εννοιολογικός λίθος και πεμπτουσία τού Ελληνικού Πολιτισμού είναι η έννοια τού μέτρου, η οποία συνυφαίνεται με την έννοια της παιδείας ως διαδικασίας διάπλασης ήθους των ανθρώπων, ώστε ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες, ως ενάρετοι πολίτες, να συμβάλλουν θετικά στη βιωσιμότητα της κοινωνίας, της πολιτείας και ευρύτερα της ανθρωπότητας. Η έννοια τού μέτρου (ήτοι ισορροπίας, αρμονίας, καλαισθησίας) συνυφαίνεται με όλες τις μείζονες εκφάνσεις τού Πολιτισμού. Όταν οικονομολόγοι προσδιορίζουν τις συνθήκες ισορροπίας (state of equilibrium) μιας οικονομίας, επιζητούν το οικονομικό μέτρο στη λειτουργία του οικονομικο-κοινωνικού συστήματος. Όταν κοινωνιολόγοι αναφέρονται σε προϋποθέσεις κοινωνικής συνοχής, υποδηλούν το κοινωνικό μέτρο στις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν πολιτειολόγοι συντάσσουν ή τροποιούν τον καταστατικό χάρτη της χώρας (Σύνταγμα), προσπαθούν να εφαρμόσουν το πολιτειακό μέτρο στη λειτουργία τού πολιτικού συστήματος. Όταν νομοθέτες συντάσσουν τούς νόμους και νομικοί τούς εφαρμόζουν, προσπαθούν να προσδιορίσουν το δικαιικό μέτρο στην απονομή Δικαιοσύνης. Όταν  γεωπολιτικοί αναλυτές εισηγούνται, προσπαθούν να σκιαγραφήσουν το πολιτικό μέτρο στις διεθνείς σχέσεις. Όταν καλλιτέχνες ή αρχιτέκτονες δημιουργούν, αναζητούν το αισθητικό μέτρο στα προϊόντα τής διανοίας τους. Όταν ψυχολόγοι συμβουλεύουν, αναδεικνύουν το προσωπικό μέτρο στον ασθενή τους. Όταν οι ιερωμένοι καθοδηγούν, προσπαθούν να μεταδώσουν το υπερβατικό μέτρο στους πιστούς τους. Όταν εκπαιδευτικοί αναφέρονται στην παιδεία, κατ’ αντιπαραβολή προς την εκπαίδευση, επιζητούν την διεύρυνση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ώστε να διεξάγεται εντός πλαισίου ανθρωπιστικού μέτρου για την διασφάλιση τής βιωσιμότητας και τής προόδου τής κοινωνίας. Εν ολίγοις, εάν εξαίφνης απαλείφετο η έννοια τού μέτρου από την προσωπική διάνοια και την συλλογική μνήμη των ανθρώπων, τότε τα άτομα, οι κοινωνίες, τα κράτη και η Ανθρωπότητα εν γένει θα επέστρεφαν αμέσως στην εποχή τής βαρβαρότητας, στην προ-Ομηρική εποχή.

 

  1. ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΚΟ ΦΩΣ

Ο Όμηρος αναφέρεται στην έννοια τού μέτρου κατ’ επανάληψη στην Οδύσσεια (ενδεικτικά, Bιβλ. 2, στ. 230, Bιβλ. 5, στ. 9, Bιβλ. 7, στ. 310, Bιβλ. 14, στ. 434, Bιβλ. 15, στ. 71, Bιβλ. 17, στ. 321, Bιβλ. 21, στ. 294, και Bιβλ. 22, στ. 46), παρ’ ότι χρησιμοποιεί προς τούτο την λέξη αἴσιμα αντί τής λέξεως μέτρον, όπως π.χ. στη φράση «ἀμείνω δ᾽ αἴσιμα πάντα» (Bιβλ. 7, στ. 310Bιβλ. 15, στ. 71 κ.ο.κ.), ήτοι «πάντων μέτρον άριστον».

Στο Ομηρικό λεξιλόγιο, αἴσιμα (μέτρον) σχετίζεται με την Αἶσα, την θεά των αρχαίων Ελλήνων που προσωποποιεί την ανθρώπινη μοίρα. Επομένως, κατά ετυμολογική συνάφεια, η εκπεφρασμένη αντίληψη τού Ομήρου περί μέτρου περιλαμβάνει τις έννοιες τού εκ φύσεως  κατανεμομένου  μεριδίου, τύχης  ή  διάρκειας ζωής,  σύμφωνα με την μοίρα ή το πεπρωμένο κάθε ανθρώπου—δηλαδή σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του και σε συνάφεια με κοινωνικούς περιορισμούς και φυσικά όρια.

Επιπλέον ο Όμηρος, ως προμηθειακός διδάσκαλος τής ανθρωπότητας, ήταν ο πρώτος που προσδιόρισε περιγραφικά την έννοια τού μέτρου στην ανθρώπινη κοινωνική αλληλεπίδραση. Στην Οδύσσεια (15.68-74), διετύπωσε παραβολικά μια  δυναμική  και  υποκειμενικιστική  αντίληψη  περί  κοινωνικού μέτρου δι’ αναγωγικής μεταφοράς (παραβολής), ήτοι παραβάλλοντας τις (γενικότερες) κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων με μια (ειδικότερη) δέουσα αλληλεπίδραση μεταξύ οικοδεσπότου και επισκέπτου:

Τηλέμαχε, δεν θα σε κρατήσω εδώ για πολύ χρόνο, όταν προτίθεσαι να αναχωρήσεις: Θα επιτιμούσα μάλιστα έναν άλλον άνδρα που, ως οικοδεσπότης, είναι υπερβολικά ευγενικός ή υπερβολικά αγενής έναντι τού επισκέπτου του · το μέτρο είναι πάντοτε άριστο. Δηλαδή είναι εξ ίσου κακό για κάποιον οικοδεσπότη αφενός να επισπεύδει την αναχώρηση τού φιλοξενομένου του όταν αυτός δεν θέλει ακόμη να συνεχίσει την πορεία του, και αφετέρου να καθυστερεί την αναχώρησή του όταν αυτός επείγεται να αναχωρήσει. Ο οικοδεσπότης πρέπει να συμπεριφέρεται προς τον επισκέπτη με ευγένεια κατά την διάρκεια τής φιλοξενίας, και να τον αφήνει να φύγει αμέσως όταν θέλει.

(Τηλέμαχ᾽, οὔ τί σ᾽ ἐγώ γε πολὺν χρόνον ἐνθάδ᾽ ἐρύξω ἱέμενον νόστοιο· νεμεσσῶμαι δὲ καὶ ἄλλῳ ἀνδρὶ ξεινοδόκῳ, ὅς κ᾽ ἔξοχα μὲν φιλέῃσιν, ἔξοχα δ᾽ ἐχθαίρῃσιν· ἀμείνω δ᾽ αἴσιμα πάντα. ῏Iσόν τοι κακόν ἐσθ᾽, ὅς τ᾽ οὐκ ἐθέλοντα νέεσθαι ξεῖνον ἐποτρύνει καὶ ὃς ἐσσύμενον κατερύκει. Xρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν.)

 Σε σημαντικό βαθμό, το αριστούργημα τού Ομήρου αποτελεί μια ποιητική απόδοση τεσσάρων αλληλένδετων εννοιών: (1) ανθρώπινο μέτρο · (2) ύβρις, ήτοι ακραία εκτροπή από το μέτρο, όπως η Σφαγή τής Τροίας, ή όπως η περιφρόνηση τού Οδυσσέως προς την δύναμη τής Φύσεως, με την μορφή τής ρητώς και έργω τότε εκφρασθείσης περιφρόνησής του έναντι των θεών, ή όπως η καταχρηστική συμπεριφορά των μνηστήρων τής Πηνελόπης κατά την διάρκεια τής δεκαετούς απουσίας τού Οδυσσέως · (3) Άτη, η θεά που προσωποποιεί την αυταπάτη και την ανοησία ή «κουτοπονηριά», που διέπουν την διάνοια κάθε υποκειμένου ύβρεως, με αποτέλεσμα την ενίοτε χαοτική επιτάχυνση τής παρακμής ή πτώσεώς του · (4) Νέμεσις, η θεά που προσωποποιεί την δικαιοσύνη και αποκαθιστά την κοινωνική ισορροπία.

Πολύ πριν από τον Όμηρο, στη μυθική εποχή, οι έννοιες αυτές είχαν απεικονισθεί συμβολικά στον μύθο τού Ικάρου. Ο Ίκαρος προσπάθησε να ξεφύγει από την Μινωϊκή Κρήτη πετώντας στον αέρα με ένα τεχνητό σύστημα δύο πτερυγίων, κατασκευασμένων από κερωμένα πτερά μικρών πτηνών, αλλά υπερτίμησε τις δυνατότητές του και παραγνώρισε τις δυνάμεις τής Φύσεως. Αγνόησε τις συμβουλές τού πατέρα του, Δαιδάλου, να ακολουθήσει κατά την πτήση του μια «μέση πορεία» μεταξύ τής επιφανείας τής θαλάσσης και τής ακτινοβολίας (υψομετρικής θερμότητας) τού ηλίου, προκειμένου τα πτερύγιά του ούτε να βαρύνουν υγραινόμενα ούτε να αφανισθούν καιόμενα. Ο Ίκαρος όμως πέταξε στα ύψη κατά υβριστικό τρόπο προς τον ήλιο, ο οποίος σύντομα έλιωσε το κερί στα φτερά του, με συνέπεια να πέσει στη θάλασσα και να χάσει την ζωή του.

Αλλά ο Όμηρος ήταν ουσιαστικά ο πρωτοπόρος φιλόσοφος όσον αφορά στην έννοια τού μέτρου. Διά των ποιητικών του αναπαραστάσεων σκιαγράφησε μια στέρεα φιλοσοφική βάση σχετικά με τις λεπτές (οριακές) σχέσεις μεταξύ μέτρου, ύβρεως, παράνοιας και δικαιοσύνης. Αυτή η βάση απετέλεσε το εννοιολογικό θεμέλιο για τα μετέπειτα επιμελημένα έργα των φιλοσόφων και των Μεγάλων Τραγικών στην Προκλασική και Κλασική περίοδο. Για παράδειγμα, η Ομηρική έννοια τού μέτρου επαναδιατυπώθηκε πολύ αργότερα από τον Κλεόβουλο τον Ρόδιο (απ. περί το 560 π.Χ.), έναν από τούς Επτά Σοφούς τής αρχαίας Ελλάδος, με το πλέον δημοφιλές απόφθεγμά του «μέτρον ἄριστον», που προφανώς είναι παρόμοιο με το Ομηρικό «ἀμείνω δ᾽ αἴσιμα πάντα».

Επίσης αργότερα, ένας άλλος φιλόσοφος, ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης (περ. 490 – 420 π.Χ.), όρισε την έννοια τού μέτρου στην υποκειμενικιστική βάση τού Ομήρου, όπως φαίνεται από ένα απόσπασμα που εμφανίζεται στον Θεαίτητο τού Πλάτωνος (170d-e), ως εξής: «Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος.» (Ο άνθρωπος [είναι] το μέτρο όλων των χρησίμων πραγμάτων.)

Λίγο δε νωρίτερα, ο Ηράκλειτος (περ. 535-475 π.Χ.) διέλαβε το μέτρο ως ένα φυσικό φαινόμενο, ή ακόμα και ως την θεμελιώδη αρχή τού κοσμικού συστήματος. Ειδικότερα, ο Ηράκλειτος διετύπωσε την θεωρία ότι κάθε εκδήλωση ύβρεως επιφέρει αδυσώπητη θεία τιμωρία, που προσωποποιείται από την ανελέητη θεά Νέμεσι. Το όνομα τής θεάς είναι σχετικό με το ρήμα νέμειν, που σημαίνει το να διανέμω ισορρόπως, αναλόγως ή καταλλήλως, από το οποίο παράγεται επίσης η ελληνική λέξη νόμος, που σημαίνει «έθιμο» ή «δίκαιο» (όπως στην οικονομία ή economy και αστρονομία ή astronomy). Κάθε παραβίαση ή κατάφωρη αδικία (ύβρις) από θνητούς εναντίον άλλων θνητών διασαλεύει το «εκ φύσεως αναλογούν» ποσοστό (φυσικών) δικαιωμάτων που πρέπει να αποδίδεται στους αδικουμένους (υβριζομένους) σύμφωνα με  το  πεπρωμένο ή μοίρα ενός εκάστου. Σε αυτό το πλαίσιο Ηθικού και Φυσικού Νόμου, ως ύβρις ορίζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ή φυσικό φαινόμενο που εξελίσσεται πέραν των ορίων  τού  μέτρου  ή  άνευ  μέτρου,  όπως  π.χ.  υποδηλούται  διά των λέξεων υβρίδιο/υβριδικός, υβριδοποιώ, υβριδοποίηση κ.τ.λ. (αγγλιστί hybrid, hybridize, hybridization αντίστοιχα). Τέτοιες παραβιάσεις αποκλίνουν από την πρωταρχική ουσία και την τελεολογική εξέλιξη τής φύσεως · τότε παρεμβαίνει η εκδικητική Νέμεσις ως δίκαιος εξισορροπητής που αποκαθιστά την φυσική τάξη, ανάγοντάς την σε ένα νέο επίπεδο ισορροπίας. Συνεπώς από την μεταομηρική Ηρακλείτεια αναλυτική γωνία θεάσεως τού κοσμικού συστήματος, η φύση τείνει προς μια αρμονική βιοποικιλότητα μέσω ισορρόπου εξελίξεως, ήτοι διά δυναμικής ισορροπίας, η οποία εμποδίζει (διά τής Νεμέσεως) κάθε ένα πλάσμα ή είδος από το να αναπτυχθή σε τέτοιο βαθμό που τελικά να εκτοπίσει όλα τα άλλα πλάσματα ή είδη στη φύση [T. M. Robinson, Heraclitus: Fragments, trans. and ed. T. M. Robinson (Toronto: University of Toronto Press, 1987) 185]:

Ο ενοποιημένος, διατεταγμένος κόσμος [τού Ηρακλείτου] είναι ένας κόσμος εξισορροπητικών αλλαγών και επιπλέον ένας κόσμος όπου επικρατούν οι “νόμοι” ή κανόνες . . . “Η Δικαιοσύνη [Νέμεσις] θα επιπέσει τελικά επί των ψευδολογούντων μηχανορράφων και επί των ψευδομαρτύρων τους” (Απόσπασμα 28β). Γενικότερα, τέτοιοι κανόνες μπορούν να προσδιορισθούν ως “θείος νόμος” στη φύση, ένας νόμος που είναι “κοινός” ή καθολικός όσον αφορά στην προσβασιμότητα και την εφαρμοσιμότητά του: “Εκείνοι που μιλούν με διορατικότητα πρέπει να βασίζονται  σταθερά σε αυτό που είναι κοινό σε όλους, όπως η πόλις-κράτος κάνει επί τού νόμουκαι μάλιστα πολύ πιο σταθερά! Διότι όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι αντλούν την δύναμή τους από έναν [νόμο], τον θείο [νόμο]” (Απόσπασμα 114). Αλλά η δικαιοσύνη που αποτελεί τον κοσμικό νόμο είναι η δικαιοσύνη τής διαταράξεως και τής επαναστάσεως, τού πολέμου και τής βίας, όχι μια δικαιοσύνη τού βαλσάμου και τής επουλώσεως. “Κάθε άνθρωπος πρέπει να συνειδητοποιήσει,” λέει, “ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η δικαιοσύνη μαχητική, και ότι όλα τα πράγματα προκύπτουν μέσα από διαμάχες και [νομοτελειακώς] εντέλλονται”. . . Κάθε αλλαγή, οσονδήποτε βίαιη και αν είναι, είτε πρόκειται για μακροαλλαγή τής φύσεως και τού σύμπαντος είτε για πόλεμο μεταξύ κρατών, ή για πολιτική σύγκρουση, ή για μάχη που μαίνεται στην ανθρώπινη καρδιά, μπορεί να θεωρηθή αναπόσπαστο μέρος τού νόμου ή τού [θείου] “σχεδίου” που “αναταράσσει όλα τα πράγματα” παράγοντας, μέσω τής αλλαγής, εκείνη την υψηλότερη ενότητα που είναι ο Κόσμος. Επομένως “υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη να κατασβέσουμε μια ύβρι απ’ ό,τι μια μαινόμενη πυρκαϊά” (Robinson αυτ. 33).

 

  1. ΠΥΞΙΔΑ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΟΣ

Ένα ιστορικό παράδειγμα εφαρμογής τού ελληνικού αναλυτικού πλαισίου περί μέτρου είναι η διαλεκτική προσπάθεια τού Αρταβάνου να αποτρέψει τούς Πέρσες από το να επιδιώξουν να διευρύνουν την αυτοκρατορία τους στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, ο Αρτάβανος έδωσε την παρακάτω στρατηγική συμβουλή στον Ξέρξη, τότε που προετοιμάζετο να εισβάλει στην Ελλάδα (Ηρόδοτος, Ιστορίαι , 7.10e):

Βλέπεις πώς ο Θεός δεν επιτρέπει στα μεγαλύτερα ζώα να καταστούν αναιδώς περιφανή,  δεδομένου ότι κατ’ αυτών ο Θεός εξακοντίζει τούς κεραυνούς Tου παρά κατά των μικρότερων ζώων που ουδέποτε Tόν προσβάλλουν; Βλέπεις επίσης ότι ρίχνει αυτά τα βέλη Tου [κεραυνούς] στα υψηλότερα δένδρα; Διότι ο Θεός τείνει να ανασχέσει και σμικρύνει κάθε τι που υπερέχει. Παρομοίως, ακόμη και ένας ισχυρός στρατός κατατροπώνεται από έναν μικρό  στρατό, κάθε  φορά  που  ο  Θεός, λόγω   τής   οργής  Tου, εκθέτει τον πρώτο σε φόβο [αισθήματα τρόμου] ή καταιγίδα [φυσικές καταστροφές], διά των οποίων μεγάλοι στρατοί καταστρέφονται κατά τρόπο που δεν συνάδει με την αξία τους. Επειδή ο Θεός δεν επιτρέπει σε κανέναν να θεωρεί ότι είναι μέγας, εκτός από τον Εαυτόν Του.

(῾Ορᾷς τὰ ὑπερέχοντα ζῷα ὡς κεραυνοῖ ὁ θεὸς οὐδὲ ἐᾷ φαντάζεσθαι, τὰ δὲ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει· ὁρᾷς δὲ ὡς ἐς οἰκήματα τὰ μέγιστα αἰεὶ καὶ δένδρεα τὰ τοιαῦτα ἀποσκήπτει τὰ βέλεα· φιλέει γὰρ ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα πάντα κολούειν. Oὕτω δὲ καὶ στρατὸς πολλὸς ὑπὸ ὀλίγου διαφθείρεται κατὰ τοιόνδε· ἐπεάν σφι ὁ θεὸς φθονήσας φόβον ἐμβάλῃ ἢ βροντήν, δι᾽ ὦν ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν. οὐ γὰρ ἐᾷ φρονέειν μέγα ὁ θεὸς ἄλλον ἢ ἑωυτόν.)

Ο Ξέρξης διέπραξε το αυτοκαταστροφικό υβριστικό λάθος να αγνοήσει την Ηρακλείτεια συμβουλή τού Αρταβάνου, διότι διατελούσε υπό την επήρεια τής Άτης: Η πάγια σύζευξη τής ύβρεως και τής νεμέσεως—η οποία εμφανίζεται σε πολλές τραγωδίες όπως Οιδίπους Τύραννος τού Σοφοκλέους, Αγαμέμνων τού Αισχύλου και Ιππόλυτος τού Ευριπίδη—σχετίζεται σχεδόν πάντοτε με την Ομηρική θεά Άτη, όπως συνοψίζεται επιγραμματικά στο παρακάτω απόσπασμα από χορικό τού Σοφοκλέους στην Αντιγόνη (621-625):

Το κακό φαίνεται ότι είναι (δήθεν) καλό, νωρίτερα παρά αργότερα, σε εκείνον που το μυαλό του ο Θεός προσάγει στην Άτη·

Κατά συνέπεια αυτός ο άνθρωπος διατελεί μόνο για ελάχιστο χρόνο εκτός ελέγχου τής Άτης.

(τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ᾽ ἐσθλὸν τῷδ᾽ ἔμμεν ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν· πράσσει δ᾽ ὀλίγιστον χρόνον ἐκτὸς ἄτας.)

Συνοπτικά, η Άτη ενσταλάζει σύγχυση στο μυαλό κάθε υποκειμένου υβριστικής συμπεριφοράς, και τοιουτοτρόπως προσωποποιεί αυτοκαταστροφικά σύνδρομα, όπως αμυντική αποφυγή (defensive avoidance), υπερεγρήγορση (overvigilance), αντιδραστικότητα (reactivity), και άρνηση τής πραγματικότητας (denial), ήτοι εμμονικές ψυχοδιανοητικές διαταραχές που έχουν οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις, οικονομίες, στρατούς, κράτη και αυτοκρατορίες στην καταστροφή ή ακόμη και σε παταγώδη ή και ενίοτε αιφνίδια κατάρρευση.

 

  1. ΥΠΕΡΧΡΟΝΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ

Μετά από δύο αιώνες, κατά την Ελληνιστική εποχή, οι Έλληνες προσδιόρισαν αριθμητικά την εφαρμογή της εννοίας του μέτρου στις τέχνες και ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική, ορίζοντας την χρυσή αναλογία, φ (= 1,6180339…), την οποία ο Ευκλείδης (περ. 325 – 270 π.Χ.) ονοματοδότησε ως ακραία και μέση αναλογία, που έκτοτε αποτελεί έναν ευρέως γνωστό μαθηματικό ορισμό τού γεωμετρικού μέτρου (Ευκλείδης, Στοιχεία, Βιβλίο 6, Ορισμός 3):

Ένα ευθύγραμμο τμήμα ορίζεται ως τετμημένο σε ακραία και μέση αναλογία όταν ο λόγος όλου τού τμήματος ως προς το μεγαλύτερό του τμήμα είναι ίσος προς τον λόγο τού μεγαλυτέρου τμήματος ως προς το μικρότερο.

(ἄκρον καὶ μέσον λόγον εὐθεῖα τετμῆσθαι λέγεται, ὅταν ὡς ὅλη πρὸς τὸ μεῖζον τμῆμα, οὕτως τὸ μεῖζον πρὸς τὸ ἔλαττον.)

 

Παρθενώνας
Παρθενώνας

Πριν όμως ο Ευκλείδης προσδιορίσει τον αριθμητικό υπολογισμό τού φ, ο Φειδίας (περ. 480-430 π.Χ.) είχε ήδη δημιουργήσει μια διαχρονική αποτύπωση τού αισθητικού μέτρου στη γεωμετρία και την αρχιτεκτονική αναδεικνύοντας («σκαλίζοντας»)  αυτόν  τον  λόγο  σε  μάρμαρο κατά την Κλασική Εποχή:  Ο Παρθενώνας φαίνεται να οριοθετείται νοητικώς από μια φιμπονάτσια ακολουθία χρυσών ορθογωνίων: Κάθε ορθογώνιο έχει μήκος που είναι το προϊόν τού πλάτους του επί φ, ενώ το πλάτος του είναι το μήκος τού αμέσως προηγουμένου ορθογωνίου. Το αισθητικό αποτέλεσμα τού χρυσού ορθογωνίου, που καθιστά τον Παρθενώνα το υπερχρονικό σύμβολο τής εννοίας του μέτρου για την Ανθρωπότητασυνοψίζεται ως εξής [Joe Sachs, “Measure, Moderation, and the Mean,” The St. John’s Review 46.2 (2002): 7.]:

Ποιες είναι οι σωστές αναλογίες για την είσοδο σε έναν αρχαιοελληνικό ναό; . . . Το ορθογώνιο που σχηματίζεται από τούς κίονες έχει μεγαλύτερο πλάτος από το ύψος του. Πόσο μεγαλύτερο; Αρκετό ώστε να μη φαίνεται συμπιεσμένο, αλλά όχι τόσο πολύ που να φαίνεται τεντωμένο. Αφήστε την φαντασία σας να το συμπιέσει και να το τεντώσει για να δείτε τί πάει στραβά, και στη συνέχεια παρατηρήστε ότι για να το επαναδιατάξετε σωστά, σύμφωνα με την αισθητική σας, θα πρέπει να το επαναφέρετε σε κάποιο πολύ συγκεκριμένο σχήμα. Αυτό είναι το χρυσό ορθογώνιο. Έχει αναπαραχθεί έκτοτε αυθορμήτως από καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και ξυλουργούς σε κάθε χρόνο και τόπο.

Με εκείνη δηλαδή την επενέργεια τής καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας τού Φειδίου, η Αθήνα κατόρθωσε να ανεγείρει τον Παρθενώνα ως μια υπερχρονική αρχιτεκτονική αποτύπωση τού μέτρου (καλαισθησίας, ισορροπίας και αρμονίας) αντί για ένα μνημείο εξουσιαστικής ματαιοδοξίας και ηγεμονικής φιλοδοξίας.

 

  1. ΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Στη μετάβαση από την Κλασική στην Ελληνιστική εποχή, ο  Αριστοτέλης  διενοήθη  το  μέτρο  ως  ένα  υποκειμενικό μέσον ανάμεσα σε δύο διαμετρικώς αντίθετα άκρα, το ένα ανεπαρκείας (ἔλλειψις) και το άλλο περισσείας (ὑπερβολὴ) σε σχέση με έναν επιθυμητό στόχο. Επί παραδείγματι, το θάρρος (ἀνδρεία) κατέχει μια μέση θέση μεταξύ των προσωπικών συναισθημάτων ενός ανθρώπου περί φόβου (φόβος) και υπεραυτοπεποιθήσεως (θάρσος). Ένα τέτοιο μέσον είναι συνήθως πιο κοντά στο ένα άκρο απ’ ό,τι στο άλλο, ανάλογα με τίς εσωτερικές τάσεις ή την ιδιοσυγκρασία τού υποκειμένου και τις εξωτερικές συνθήκες ή το περιβάλλον που αντιμετωπίζει. Κατά συνέπεια, τό Αριστοτέλειο μέσον δεν είναι ένα, ούτε και ίδιο, για όλους τούς ανθρώπους (Ηθικά Νικομάχεια, 1106a25–35): 

Ως εκ τούτου, από ό,τι είναι συνεχές και διαιρετόν, είναι δυνατόν να λάβουμε το μεγαλύτερο μέρος, ή το μικρότερο μέρος, ή ένα ίσο μέρος, και αυτά τα μέρη μπορεί να είναι μεγαλύτερα, μικρότερα ή ίσα σε σχέση με το ίδιο το αντικείμενο καθ’ εαυτό ή σε σχέση με εμάς—το ίσο μέρος καθοριζόμενο από την μέση τιμή μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως. Διά τού όρου μέση τιμή αντικειμένου ονοματοδοτώ ένα σημείο που απέχει εξ ίσου μακριά από εκάτερο των δύο άκρων, το οποίο είναι το ίδιο για όλους, διά δε τού όρου μέση τιμή προς ημάς εκείνο το σημείο που δεν επιφέρει ούτε υπερβολή ούτε έλλειψη στο υποκείμενο: Αυτή δε η (υποκειμενική) τιμή δεν είναι μία ούτε και ίδια μεταξύ των ανθρώπων. Για παράδειγμα, εάν 10 θεωρούνται πολλά και 2 λίγα, τότε το 6 θεωρείται στην προκειμένη περίπτωση η μέση τιμή αντικειμένου, διότι αριθμητικώς υπερβαίνει  (το ένα άκρο)  και  υπολείπεται (του άλλου άκρου) ισοπόσως, ήτοι αυτό το μέγεθος είναι ενδιάμεσο σύμφωνα με την αριθμητική αναλογία. Αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσουμε την μέση τιμή προς ημάς σύμφωνα με αυτήν την (αριθμητική) μέθοδο.

(᾿Eν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ᾽ ἔλαττον τὸ δ᾽ ἴσονκαὶ ταῦτα  κατ᾽ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα  πρὸς
ἡμᾶςτὸ δ᾽ ἴσον μέσον τι ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεωςΛέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ᾽ ἑκατέρου τῶν
ἄκρωνὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσινπρὸς ἡμᾶς δὲ  μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπειτοῦτο δ᾽ οὐχ ἕνοὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν.
Οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγατὰ ἓξ μέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμαἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεταιτοῦτο δὲ
μέσον ἐστὶ κατὰ τὴν ἀριθμηικὴν ἀναλογίανΤὸ δὲ πρὸς ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον.)

Σε αυτό το απόσπασμα, η  μέση τιμή αντικειμένου, ορίζεται ως ένας (μη σταθμισμένος) μέσος όρος, στατικά και αντικειμενικά. Η μέση τιμή προς ημάς όμως—η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί έναν (σταθμισμένο) μέσο όρο που αφορά στην ανθρώπινη σκέψη και δράση—είναι δυναμική και διακυμαινόμενη · σπανίως αποτελεί την μέση τιμή μεταξύ δύο αντιθέτων άκρων. Ούτε και είναι ίδια μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων, διότι εκλαμβάνεται από τον κάθε άνθρωπο σε υποκειμενική βάση. Ούτε καν παραμένει ίδια για τον ίδιο άνθρωπο, διότι εξελίσσεται δυναμικά ανάλογα με αλλαγές σε εσωτερικές (ψυχοδιανοητικές) καταστάσεις και εξωτερικές (περιβαλλοντικές) επιδράσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Αριστοτέλης προσδιόρισε την αρχή της αναλογικότητος στην απονομή τής Δικαιοσύνης, ήτοι την εν μέτρω δικαιική τιμωρία, διότι η αναλογική ανταπόδοση, που λαμβάνει υπ’ όψιν τις  (αντικειμενικές και υποκειμενικές) συνθήκες τού αδικήματος και τα λόγω αυτών ελαφρυντικά του δράστη, αποτελεί τό είδος τής δικαιοσύνης που διασφαλίζει την βιωσιμότητα τής πόλεως-κράτους (Ηθικά, 1132b33-35):

Αυτό τό είδος δικαιοσύνης διασφαλίζει την (κοινωνική) συνοχή: ανταποδοτικότητα κατ’ αναλογία και όχι κατά ισότητα. Διότι η συνοχή τής πόλεως διασφαλίζεται διά τής αναλογικής ανταποδοτικότητος.

(Συνέχει τὸ τοιοῦτον δίκαιον, τὸ ἀντιπεπονθὸς κατ᾽ ἀναλογίαν καὶ μὴ κατ᾽ ἰσότητα. Τῷ ἀντιποιεῖν γὰρ ἀνάλογον συμμένει πόλις.)

 

  1. ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ

Αυτό το κοινωνικά και πολιτειακά συνεκτικό σύστημα εννοιών και λέξεων, που αναπτύχθηκε επί αιώνες από την εποχή τού Ομήρου και ολοκληρώθηκε στην Ελληνιστική εποχή, με θεμελιακό λίθο και επίκεντρο την έννοια του μέτρου, μεταγγίσθηκε στη Ρώμη μετά την Ρωμαϊκή κατάκτηση τής Ελλάδος, όπως επεσήμανε ο πρ. Πρόεδρος τής Βουλής των Ελλήνων και πρ. Υφυπουργός Παιδείας, Εξωτερικών, κ.τ.λ., Συγγραφέας Βύρων Πολύδωρας στην εισήγησή του στο Α΄ Συνέδριο στους Δελφούς το 1995, με θέμα «ΕΛΛΑΔΑ, ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ», ως εξής:

Λυπάται ο Απολλώνιος, ο Μόλονος, δάσκαλος τού Κικέρωνα, στο 70 π.Χ., που ήταν τότε στη Ρόδο, όταν τού λέει: “Σὲ μὲν, ὦ Κικέρων, ἐπαινῶ καὶ θαυμάζω”—τάμαθες τα γράμματα τέλος πάντων— “τῆς δὲ Ἑλλάδος οἰκτίρω τὴν τύχην, ὁρῶν ἀφ’ ὧν τῶν καλῶν ἡμῖν ὑπελείπετο καὶ ταῦτα Ρωμαίοις διὰ σοῦ προσγινόμενα, παιδείαν καὶ λόγον”, δηλαδή είχαμε εμείς που είχαμε παιδεία και λόγο και τά ’χαμε σαν μονοπώλιο, τώρα τα χάνουμε κι αυτά γιατί μέσω εσού που σε θαυμάζω, τα πήρες και τα μεταγγίζεις, τα μεταφυτεύεις στη Ρώμη. Μέχρι το 70-60 π.Χ. αυτοί [οι Ρωμαίοι] ήσαν ξυλοκτίστες τελείως, είχαν τρείς μικρές οικογένειες [700] εννοιών και λέξεων—ποιές λατινογενείς γλώσσες και ασυναρτησίες, δηλαδή σαχλαμάρες—ήσαν τα τού αγρού, τα τής ιππικής και τού πολέμου και τα τού οίκου. Τελείωναν, εξαντλούνταν οι άνθρωποι. Το 70, προχθές μιλάμε, το 70 προ Χριστού, έρχεται ο Κικέρων στη Ρόδο και κάνει τη μεγάλη παρέμβαση: Παίρνει 2.000 ελληνικές λέξεις, τις ενσωματώνει [στη Λατινική] και παίρνει και το σύστημα προθέσεων και κάνει τον μεγάλο πολλαπλασιασμό σε έννοιες ελληνογενείς. Βλέπει την δύναμη τής Ελλάδος, βλέπει την Ρόδο και την Αθήνα, την Αθήνα όλων των αιώνων, αλλά κυρίως, με ενδιαφέρει, βλέπει και στο μέλλον, στην Αθήνα τού 4ου αιώνα μ.Χ., τού Χρυσού Αιώνα τής Ορθοδοξίας.

 

  1. ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Πράγματι κατά τούς επόμενους αιώνες, στη Χριστιανική και Βυζαντινή εποχή, η έννοια του μέτρου υποδηλούται ακόμη και σε επίπεδο επικοινωνίας των ανθρώπων, εις «τοῦ λόγου χρῆσιν», όπως επισημαίνεται ρητά σε Πατερικά Κείμενα (Μέγας  Βασίλειος Ε.Π.Ε. 1, 68):

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σπουδάζουμε να μην κάνουμε άλογη χρήση τού λόγου. Να ρωτά κανείς όχι με κίνητρο να φιλονικήσει, και να αποκρίνεται με τρόπο που να μη δείχνει ότι υπερέχει, χωρίς να διακόπτει τον συνομιλητή του, όταν λέγει κάτι χρήσιμο, επιθυμώντας να παρεμβάλει για επίδειξη τον δικό του λόγο. Και να χρησιμοποιεί το μέτρο, ώστε να υπάρχει αναλογία μεταξύ τού να λέγει και να ακούει. Να μαθαίνει χωρίς να θεωρεί αυτό ταπεινωτικό, και να διδάσκει χωρίς να κρύβει κάτι που γνωρίζει από φθόνο μήπως ο άλλος αποκτήσει την ίδια με αυτόν γνώση. . . Ως προς τον τόνο της φωνής του να προτιμάται ο μέτριος, ώστε ούτε να μη μπορεί να ακουστεί, ούτε να είναι φορτικός με την έντασή του. Ως προς την προετοιμασία τού λόγου, να προφέρει κανείς τον λόγο, αφού ο ίδιος μέσα του τον έχει προμελετήσει. Ως προς τον τρόπο ομιλίας, να είναι κανείς ευπροσήγορος όταν ακούει, και γλυκύς όταν συνομιλεί, χωρίς όμως γι’ αυτό να καταφεύγει στο να χρησιμοποιεί την ευτραπελία. Αλλά με το καλωσυνάτο ύφος του να απωθεί την τραχύτητα, ακόμη και όταν είναι ανάγκη ο λόγος του να είναι ελεγκτικός. Διότι έχοντας θωρακίσει τον εαυτό του με την ταπεινοφροσύνη θα είναι ευχαρίστως παραδεκτός από εκείνον που έχει ανάγκη θεραπείας.

(Καί πρῶτον γε πάντων σπουδάζειν προσήκει περί τήν τοῦ λόγου χρῆσιν μή ἀμαθῶς ἔχειν, ἀλλ ̓ ἐρωτᾶν μέν ἀφιλονείκως, ἀποκρίνεσθαι δέ ἀφιλοτίμως, μή διακόπτοντα τόν προσδιαλεγόμενον ὅταν τι χρήσιμον λέγῃ, μηδέ

Μ. Βασίλειος & Μ. Γρηγόριος
Μ. Βασίλειος & Μ. Γρηγόριος

ἐπιθυμοῦντα τόν ἑαυτοῦ λόγον ἐπιδεικτικῶς παρεμβάλλειν, μέτρα ὁρίζοντα λόγῳ καί ἀκοῇ, μανθάνειν δέ ἀνεπαισχύντως καί διδάσκειν ἀνεπιφθόνως, καί, εἴ τι παρ ̓ ἑτέρου δεδίδακται. . . Τόνος δέ φωνῆς ὁ μέσος προτιμητέος ὡς μήτε διαφεύγειν τήν ἀκοήν ὑπό σμικρότητος, μήτε φορτικόν εἶναι τῷ μεγέθει τῆς διατάσεως. Προεξετάσαντα δέ ἐν ἑαυτῷ τό ῥηθησόμενον, οὕτω δημοσιεύειν τόν λόγον. Εὐπροσήγορον ἐν ταῖς ἐντεύξεσι, γλυκύν ἐν ταῖς ὁμιλίαις ̇οὐ διά τῆς εὐτραπελίας τό ἡδύ θηρώμενον, ἀλλά διά τῆς εὐμενοῦς παρακλήσεως τό προσηνές ἔχοντα ̇ πανταχοῦ τό τραχύ, κἄν ἐπιτιμῆσαι δέῃ, ἀπωθούμενον. Προκαταβαλών γάρ ἑαυτόν διά ταπεινοφροσύνης, οὕτως εὐπαράδεκτος ἔσῃ τῷ δεομένῳ τῆς θεραπείας.)

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανθρωπίνων σχέσεων μάλιστα, η κατηγορική Ευαγγελική επιταγή «᾽Αγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»(Ματθαίος  19.19), που αντηχεί επί χιλιετίες στα πέρατα τής Οικουμένης, υποδηλοί την έννοια του μέτρου ως συνεκτική αρχή της κοινωνίας: Να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου εν μέτρω, όπως και όσο ακριβώς αγαπάς τον εαυτό σου («ὡς σεαυτόν»), ούτε εγωϊστικώς λιγότερο ούτε αυτοκαταστροφικώς περισσότερο. Από μια άποψη, αυτή η Ευαγγελική ρύση αποτελεί  έναν επιγραμματικό ορισμό τού μέτρου στις ανθρώπινες σχέσεις, κατανοητό από τούς ανθρώπους ανεξαρτήτως μορφώσεως, και επομένως έναν χρήσιμο ορισμό για την διασφάλιση τής βιωσιμότητας τής πάσχουσας Ανθρωπότητας, ειδικά μάλιστα εάν και οσάκις αυτή η Ευαγγελική επιταγή εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ εθνών και μεταξύ κρατών.

 

  1. ΕΛΛΑΔΑ, ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ

Σε αυτό το διαχρονικό πλαίσο, η υπερχρονικότητα τού επί τής εννοίας τού μέτρου ερειδομένου πολιτισμικού καταπιστεύματος των Ελλήνων στην Ανθρωπότητα, έχει καταστήσει την Ελλάδα πνευματικό κέντρο και πολιτισμική κοιτίδα της Ανθρωπότητας επί χιλιετίες, από την εποχή του Ομήρου μέχρι το απώτερο και μη εισέτι ορατό μέλλον, όπως επεσήμανε ο Ποιητής, Συγγραφέας και Συνεκδότης τού λογοτεχνικού περιοδικού « λέξη» Θανάσης Νιάρχος στην εισήγησή του στο Α΄ Συνέδριο στους Δελφούς το 1995, με θέμα «ΕΛΛΑΔΑ, ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ», ως εξής:

Όλοι οι λαοί αγωνίζονται να φτάσουν στο σημείο που υπήρξε και είναι η Ελλάδα, και αυτό φαίνεται να μην το συνειδητοποιούμε εμείς οι ίδιοι. Ας εξηγηθούμε: Ένας λαός κι ένα έθνος δεν κινδυνεύουν με τίποτε όταν έχουν γίνει Ιστορία.Αν η ανθρωπότητα, ακόμη και με την Ελλάδα καταργημένη, την αρνηθεί, είναι σαν να ακυρώνει τη δική της ύπαρξη. Αν η Ελλάδα συρρικνωθεί γεωγραφικά και γίνει όση είναι η Κρήτη, αν την ελληνική γλώσσα πάψουν να τη μιλούν όσα εκατομμύρια τη μιλούν και παραμείνει μόνο γλώσσα γραμμένη, η παρουσία και η μνήμη τού Ηνίοχου των Δελφών, τού Παρθενώνα, τού Ερμή, οι αρχαίες τραγωδίες, η κατάταξη και η καταχώρησή τους στο συλλογικό υποσυνείδητο, δεν θα πάψουν να υπομνηματίζουν συνέχεια την παρουσία τής Ελλάδος, ακόμη και εν αγνοία εκείνων που τα κουβαλάνε. Καμιά παρουσία δεν είναι διαρκέστερη από αυτή και με τίποτα περισσότερο μέσα στην Ιστορία δεν μπορεί να επιπλεύσει ένας λαός. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να έχουν ως σκοπό οι αγώνες, οι θυσίες, τα δάκρυα, τα φθαρτά σώματα των ανθρώπων. Έτσι κι αλλιώς, υπάρχουμε όλοι μας για να γίνουμε το πρόπλασμα μιας [συλλογικής] μνήμης, στην οποία τα συγκεκριμένα ονόματα δεν θα έχουν πια σημασία. Η Ελλάδα θα είναι διεθνές πολιτισμικό κέντρο ακόμη κι όταν δεν θα υπάρχει κανένα ακροατήριο για να τού ανακοινωθεί αυτό το πράγμα. Αυτό δεν σημαίνει καμιά ομφαλοσκοπία. Θα είναι ένα διεθνές πολιτισμικό κέντρο, όταν και όπου ένας άνθρωπος με τα πάθη του θα αίρεται στο ύψος τού Οιδίποδα, έστω και αν αγνοεί την καταγωγή αυτή. Όταν ο Ευγένιος Ο’ Νηλ λέει πως “χωρίς τραγωδία η ζωή είναι ανάξια για έναν άνδρα”, τιμά τον ελληνικό πνευματικό πολιτισμό, και τον αναγνωρίζει ως γεννήτορα τού Αμερικάνικου πολιτισμού, ασχέτως αν δεν ονομάζεται το περιστατικό αυτό.

Επομένως η 35ετής Πρωτοβουλία 1995-2030 με τίτλο «ΕΛΛΑΔΑ, ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ», που είναι απαύγασμα του Α΄ Συνεδρίου των Δελφών, δε αποβλέπει να αναδείξει την Ελλάδα σε «ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ». Διότι η Ελλάδα ΕΙΝΑΙ «ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ», εδώ και χιλιετίες και στο απώτερο μέλλον, πνευματικό κέντρο υπερχρονικό, και όχι μόνον πολιτισμικό λίκνο της Ανθρωπότητας. Σε αυτή την βάση, η Πρωτοβουλία 1995-2030 επιδιώκει να συντελέσει θετικά στην εξωστεφή αναδιάταξη της Ελληνικής Εκπαίδευσης, ώστε η σύγχρονη Ελλάδα, οι σύγχρονοι Έλληνες θα αναδειχθούν αντάξιοι αυτής τής «βαριάς κληρονομιάς», όπως την χαρακτήρισε ο  πρ. Υπουργός Εσωτερικών Ευάγγελος Γιαννόπουλος στην εισήγησή του στο Α΄ Συνέδριο. Για τούς συντελεστές τής Πρωτοβουλίας 1995-2030, το ζήτημα είναι πώς η σύγχρονη Ελλάδα θα επανακάμψει ως πρωταγωνιστής στο παγκόσμιο γίγνεσθαι τής διεθνούς εκπαίδευσης, όχι κατ’ ανάγκη για να πάρει, αλλά πάλι για να δώσει από τον μεγάλο πλούτο τού κατά Ιωάννη Καποδίστρια ἀληθοῦς πολιτισμοῦ,  «όπως έκανε πάντα», σύμφωνα με τη συνεδριακή εισήγηση τού καθηγητή τού Πανεπιστημίου τής Ρώμης Κυριάκου Μιχάλη-Θαλή Πουλαντζά στο Α΄ Συνέδριο:

Τα αλαζονικά κίνητρα εξουσίας τής Δύσης εντελώς κυνικά και χωρίς καμία αιδώ, εν ονόματι τού σεβασμού στον άνθρωπο και τού δικαιώματος τής ελευθερίας, καθαγιάζουν με χυδαία ταπεινότητα και μακαρίζουν την «εξοχότητά» τους. Θα μού επιτρέψετε να δανειστώ τα παρακάτω από τον μεγάλο Ιταλό φιλόσοφο Norberto Bobbio, που στο αγωνιώδες ερώτημα αν βαδίζουμε προς το καλύτερο ή το χειρότερο, στον επικήδειο θρήνο για την απώλεια των ηθικών και πνευματικών αρχών, και από την άλλη για τούς ύμνους και τούς ενθουσιασμούς για τις ανακαλύψεις τής τεχνικής έρευνας, λέει ότι: “Η επιστημονικοτεχνική γνώση, όχι μόνον δεν έχει βελτιώσει τεχνικά τον άνθρωπο αλλά απελευθερώνοντάς τον από τις παραδόσεις και τον φόβο τού Θεού, τον έχει σε μεγάλο βαθμό διαφθείρει.” Από αυτήν την Ευρώπη, από αυτήν τη Δύση, από αυτόν τον Κόσμο, δεν έχουμε να πάρουμε τίποτα, ίσως είμαστε πάλι εκείνοι που έχουμε να δώσουμε, όπως κάναμε πάντα. Ας τούς θυμίσουμε το Σωκρατικό “ο Θεός μού ανέθεσε να βοηθήσω τη γέννα, αλλά δεν μού έδωσε το χάρισμα να γεννάω ο ίδιος”. Ας αγωνισθούμε για να μπορούμε να φωνάζουμε για σεβασμό, για αξιοπρέπεια, για ανθρωπιά. Ας κάνουμε σλόγκαν τον Novalis [σ.σ. Georg Philipp Friedrich von Hardenberg] όταν λέει ότι “το μεγαλύτερο μυστικό είναι ο άνθρωπος. Το καθήκον τής παγκόσμιας ιστορίας είναι να λύσει αυτό το ατελείωτο πρόβλημα”. Θέλω, τελειώνοντας, να σας θυμίσω ένα γνωμικό τού 5ου αιώνα, όπου ένας μαθητής τού σοφιστή Γοργία, ο Αλκιδάμας, ξεστόμισε τη συνταρακτική κραυγή: “Ο Θεός μάς έκανε όλους ελεύθερους: Η Φύση δεν γεννάει σκλάβους.”

Συγκεφαλαιωτικά, το όραμα της Πρωτοβουλίας 1995-2030, με τίτλο  «ΕΛΛΑΔΑ, ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ», είναι μια σύγχρονη Ελλάδα που θα πρωταγωνιστεί, όχι πλέον ως πολιτισμικά «αλωνόμενη» (από μεγάλες χώρες), ούτε όμως και ως πολιτισμικός «αλωτήρας» (άλλων χωρών), αλλά μια Ελλάδα πολιτισμικώς αυτόφωτη, μια προμηθειακή Ελλάδα, που θα κάνει αυτό που έκανε πάντα, εδώ και χιλιάδες χρόνια, δηλαδή να ρίχνει απολλώνεια ακτίδα ελπίδος—«ἀκτὶδα ἀελίου» όπως απεικόνισε περιγραφικά στην αιωνιότητα με ποιητικό λόγο ένας εκ των Μεγάλων Τραγικών (Σοφοκλέους Αντιγόνη: 100)—μέσα στο σκοτάδι των εκάστοτε εξουσιαστικών συμφερόντων τής Ανθρωπότητας, η οποία ακόμη και σήμερα, στη μεταβιομηχανική εποχή, συνεχίζει να παραπαίει όσον αφορά πλέον και σε αυτή ταύτη την βιωσιμότητά της, καθώς δισεκατομμύρια συνάνθρωποί μας πασχίζουν εισέτι να εφαρμόσουν ή και να κατανοήσουν την πεμπτουσία τού ελληνικού πολιτισμικού καταπιστεύματος, την έννοια του μέτρου.

 

ΠΗΓΕΣ:

  1. Τα κεφάλαια 6 και 8 είναι προσαρμοσμένα  αποσπάσματατου βιβλίου:

Σοφοκλής Ξυνής (2016). Ελλάδα Διεθνές Πνευματικό Κέντρο – Α΄ Διεπιστημονικό Συνέδριο στους Δελφούς 14-16 Οκτωβρίου 1995 – Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο ΔελφώνΑνθολογία Πρακτικών (Αθήνα, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος ISBN 978-618-82905-1-8) σσ. 62-63, 72-73.

Δωρεάν διαθέσιμο (freely downloadable) εδώ:

https://www.academia.edu/30175875/ANTHOLOGY_OF_CONFERENCE_PROCEEDINGS_Delphi_Oct_14_16_1995_GREECE_INTERNATIONAL_HUB_OF_THE_HUMANITES_

  1. Τα κεφάλαια 1-5 είναι προσαρμοσμένα αποσπάσματα, σε ελληνική μετάφραση, του άρθρου:

John D. Pappas (2015). “The Concept of Measure and the Criterion of Sustainability,” The St. John’s Review (Annapolis MD, USA) 56.1, pp. 74-94.

Δωρεάν διαθέσιμο (freely downloadable) εδώ:

https://www.academia.edu/29332856/The_Concept_of_Measure_and_the_Criterion_of_Sustainability

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *