ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ,
Ακαδημαϊκός, πρ. Πρύτανης Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Θέλω όμως να πω ότι η Ελλάς είναι δυνατόν να βαδίσει μόνον έναν δρόμο αναπτύξεως, μονάχα στον τριτογενή τομέα. Η Ελλάς διαθέτει φυσικόν πλούτον, ο οποίος ακόμα είναι ανεκμετάλλευτος. Ο Κύριος οίδεν αν ποτέ θα υπάρξει δυνατότης, εάν θα υπάρξει άδεια να αναπτυχθεί ο πλούτος αυτός. Δεν παρέχει ακόμα σημεία δυνατότητος έλξεως οικονομικών κεφαλαίων, διότι [μεταξύ άλλων] δεν προσφέρει ακόμα τα εχέγγυα στο διεθνές κεφάλαιο. Θέλω λοιπόν να υποστηρίξω ότι η Ελλάς έχει εντούτοις τη δυνατότητα να καταστεί το κέντρο των ουμανιστικών και των ανθρωπιστικών σπουδών μέσα στον Κόσμο.
Βέβαια, η Δυτική Ευρώπη έχει ήδη αναπτύξει τεράστια κέντρα, έχει δημιουργήσει τεράστιες κυψέλες, όπου καλλιεργούνται οι ανθρωπιστικές σπουδές, αυτά τα studia humano art, όπως τα ονόμασαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι τίποτε δεν προσέφεραν, τίποτε δηλαδή καινούργιο. Επειδή όμως δεν προσέφεραν τίποτε, ήσαν εις θέσιν να αξιολογήσουν τα επιτεύγματα τού ελληνικού πνεύματος.
Διερωτάται όμως κανείς: Πώς στην Ελλάδα τού αύριο θα καταστεί δυνατόν να διαδοθεί αυτό το πνεύμα αναπτύξεως των ανθρωπιστικών σπουδών που συγχρόνως θα είναι σπουδές τής ελληνικής πραγματικότητας, διαχρονικώς νοουμένης, όταν η Ελλάδα σήμερα προβάλλει έναν πολιτισμό, ο οποίος έχει θαυμάσιες πτυχές να επιδείξει, μίαν υψηλή ποίηση, μίαν υψηλής εμπνεύσεως τέχνη, αλλά γενικώς όμως η Ελλάς τονίζει, οι Έλληνες επιθυμούν να τονίσουν τί απ’ όλα; Όχι τις υψηλές πολιτισμικές πτυχές τού ελληνικού πολιτισμού αλλά τη νεοελληνική—όπως τη χαρακτηρίζω—υποκουλτούρα.
Χαίρω ότι ο κύριος υπουργός μάς είπε μόλις ότι 420 είναι παγκοσμίως οι έδρες τής διδασκαλίας τής Ελληνικής. Ελπίζω, Κύριε Υπουργέ, να μην εννοούσατε και την κλασική ελληνική γλώσσα, γιατί αυτές είναι πάνω από δεκαπλάσιες τον αριθμόν. Και χάρηκα επίσης, όταν ο συνάδελφος από το Princeton μάς είπε ότι στις Η.Π.Α. οι νεοελληνικές σπουδές έρχονται να ενισχυθούν προσαρτώμενες στις κλασικές σπουδές. Αλλά, ας μού επιτρέψετε, αυτές οι κλασικές σπουδές τού Απόδημου Ελληνισμού, παρά τα όσα λέγονται, δεν φαίνεται να θεωρούν διαχρονικά τον Ελληνισμό προς ενδιαφέρον όλων των εν δυνάμει φιλελλήνων ανά τον Κόσμον. Ένας αφρικανός συνάδελφος, ο οποίος παρ’ ολίγον να πάρει το βραβείον Nobel, εξέχων φιλόσοφος, μού έλεγε:
“Πρέπει να αναπτύξουμε μία θεωρία, η οποία να αποπέμπει από τη συνείδηση των μορφωμένων κάθε παραδεδομένη αξία και να στηριχθούμε στην τεχνολογία και στην οικονομική ανάπτυξη με πρώτο βασικό μέλημα την αύξηση τού κατά κεφαλήν εισοδήματος”.
Βεβαίως η απάντησή μου ήλθε «δίκην πελέκεως» διά τη θεωρία του:
“Μα κύριε συνάδελφε, μόλις τώρα μού είπες ότι θέλεις να απελευθερωθείς από τις παραδεδομένες αποικιοκρατικές αξίες. Η έννοια τής αυξήσεως τού κατά κεφαλήν εισοδήματος δεν είναι εντεταγμένη, μέσα στο πλαίσιο αυτό, στην ομάδα αξιών των αποικιοκρατών;”
Και, Κύριε Υπουργέ, πώς ονόμαζε τη θεωρία του; Μη μειδιάσετε, δεν έχει καμία σχέση προς τα εν Ελλάδι λεγόμενα, “Αυριανισμό”, “Demainisme”!
Θα ήθελα λοιπόν να μην μακρυγορήσω, επειδή έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, προκειμένου να διευκρινίσω πως το αντικείμενο αυτών των σπουδών, οι οποίες θα αναπτυχθούν στην Ελλάδα, πρέπει να είναι ολόκληρη η διαχρονική θεώρηση τού Ελληνισμού, η οικουμενικότης, η καθολικότης τού Ελληνισμού. Και λέγοντας “καθολικότης” αδυνατώ να μην εννοήσω και την Ορθοδοξία.
Όλα αυτά πρέπει να τεθούν επί τάπητος και προπαντός να δημιουργηθούν κέντρα ερεύνης που δεν υπάρχουν ούτε σήμερα στα πανεπιστήμια. Οφείλει κανείς, για να σπουδάσει ακόμη και τα κλασικά γράμματα όπως πρέπει, να πάει στο εξωτερικό, διότι βιβλιοθήκες δεν υπάρχουν [σ.σ. στην Ελλάδα] και αν και όπου υπάρχουν είναι ανοργάνωτες και κανείς δεν βοηθάει.
Από το άλλο μέρος, είμαι πεπεισμένος ότι δεν θα αρκέσουν οι Έλληνες τού εξωτερικού για να επανδρώσουν ή επιγυναικώσουν το οποιοδήποτε κέντρο ή τα κέντρα αυτά ή το σύστημα κέντρων που θα δημιουργηθή μέσα στο πλαίσιο τού εθνικού κέντρου. Εκείνο που χρειάζεται είναι και ξένοι επιστήμονες κύρους να έρθουν εδώ.
Τί κάνανε οι Τούρκοι; Απευθύνθηκαν σε Γάλλους και σε Γερμανούς επιστήμονες για να στελεχώσουν τα ιδρύματά τους. Κύριε Υπουργέ—όπως ορθώς είπατε—τα πανεπιστήμιά τους. Εις πρώτη φάση έχω υπ’ όψιν μου την Κυρία ντε Ρομιγύ και τόσους άλλους σπουδαίους και λαμπρούς επιστήμονες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν ώστε να δοθεί νέα ώθηση.
Εμείς δυστυχώς εν Ελλάδι είμεθα ανίκανοι να ομονοήσουμε. Φοβούμαι πως, αν οργανωθούν από Ελλαδίτες Έλληνες οι σπουδές αυτές, δεν θα προκόψουν οι θεσμοί τούς οποίους θα γίνει προσπάθεια να φτιάξουμε. Πρέπει και από το εξωτερικό, άκρως φιλέλληνες δοκιμασμένοι, να έρθουν όχι μόνον από την Δυτικήν Ευρώπη αλλά και από τον δυτικόν γενικά κόσμον, όπου ορισμένα πνεύματα διαπρέπουν. Αλλιώς, φοβούμαι πως πολύ σύντομα το διαζύγιο, το οποίο επετεύχθη από ορισμένους διά τής διαχωριστικής γραμμής τής παραδοσιακότερης Ελληνικής από την ομιλουμένην Ελληνική—κάποιος είπεν: “Εκηδεύσαμε την Καθαρεύουσα !”—θα γίνει στο τέλος ο τάφος τής ίδιας τής ελληνικής γλώσσας, στο σύνολό της, τής ίδιας τής Ελλάδος. Κάποιοι με ρώτησαν προ πολλών ετών:
“Μα εσείς, προοδευτικός άνθρωπος, δεν θέλετε να εξορισθούν, από την γραφήν την ελληνικήν, οι τόνοι και τα πνεύματα; Δεν θέλετε σιγά-σιγά να φθάσουμε στη διά λατινικών χαρακτήρων ελληνικήν γραφήν;”
Απάντησα:
“Βεβαίως είμαι προοδευτικός και ως εκ τού προοδευτισμού μου δεν είναι δυνατόν παρά να ακολουθήσω την προοδευτικότερη χώρα τού Κόσμου, τη Σοβιετική Ένωση. Όταν στη Σοβιετική Ένωση αποφάσισαν να διατηρήσουν το Κυριλλικό αλφάβητο, το οποίο είναι και αυτό ελληνικής γραφής, αντί να το αντικαταστήσουν διά τού λατινικού, τότε εγώ θα αλλαξοπιστήσω;”
Και για να τελειώνω: Χρειάζονται προσπάθειες, ούτε καν πολλά έξοδα, για το στήσιμο αυτού τού συστήματος, το οποίο θα βοηθήσει οργανικά στην εκπλήρωση όχι μόνον των πνευματικών μας στόχων αλλά και των εθνικών μας στόχων. Είναι πολύ αργά να ενεργήσουμε αλλιώς. Ίσως κι έτσι αν ενεργήσωμε να είναι αργά, μολονότι ότι ίσως κάτι προλαβαίνουμε να σώσουμε. Έτσι η Ελλάδα θα γίνει ο φάρος όχι μόνο των κλασικών γραμμάτων αλλά και γενικότερα μιας πνευματικής καλλιέργειας υψηλής στάθμης.