Περί Παιδείας Παρακαταθήκης Ιωάννου Καποδίστρια

Περί-Παιδείας-Παρακαταθήκης-Ιωάννου-Καποδίστρια

Νέα Έκδοση (2022) τής Περί Παιδείας Παρακαταθήκης Ιωάννου Καποδίστρια.

Η 4η Έκδοση τής δημοφιλούς στην εκπαιδευτική κοινότητα ανθολογίας «Περί Παιδείας Παρακαταθήκη Ιωάννου Καποδίστρια», με πρωτότυπα κείμενα τού Ι. Καποδίστρια, θα είναι διαθέσιμη στο ευρύ κοινό από τον Σεπτέμβριο 2022. Το βιβλίο συμπεριλαμβάνει βιβλιογραφική τεκμηρίωση των πρωτοτύπων κειμένων τού Καποδίστρια, τα οποία αποδίδονται ως εν πρωτοτύπω στο πολυτονικό, ενώ τα σχόλια τού συγγραφέα αποδίδονται στο μονοτονικό, όπως προσδιορίζεται στις «ΠΗΓΕΣ» στο τέλος τής ανάρτησης. Ενδεικτικό απόσπασμα του βιβλίου (τα πρώτα επτά κεφάλαια) παρατίθεται παρακάτω.

Περί Παιδείας Παρακαταθήκη Ιωάννου Καποδίστρια

JOHN D. PAPPAS
COLUMBIA UNIVERSITY:
B.S., M.A., Ph.D. fellow (1985)

  1.  Αντί εισαγωγής

 Πριν από δύο αιώνες, ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος Κυβερνήτης και πραγματικός Εθνάρχης τής Νεωτέρας Ελλάδος, διετύπωσε επιγραμματικά τήν μείζονα εθνική πρόκληση, που η ελεύθερη πλέον Ελλάδα έμελλε να αντιμετωπίσει τότε και έκτοτε, όπως προσδιόρισε στην αυτοβιογραφία του, επί λέξει ως εξής:

Ως ῞Ελλην ὀφείλω μόνον ἐκείνην τὴν ἐλευθερίαν νὰ ἐπιθυμῶ, ἣν οἱ ῞Ελληνες ἤθελον ἀποκτήσει διὰ τῶν ἰδίων των δυνάμεων καὶ διὰ τῆς προηγουμένης προόδου των εἰς τὸν ἀληθῆ πολιτισμόν…  

Πώς όμως επακριβώς εννοιολογούσε ο Καποδίστριας τόν “ἀληθῆ πολιτισμόν”; Γιατί μάλιστα εκείνος ο Μεγάλος Έλληνας θεωρούσε ότι ένας τέτοιος (“ἀληθής”) πολιτισμός αποτελούσε μία εκ τών δύο θεμελιωδών προϋποθέσεων για τήν πραγματική ελευθερία τών Ελλήνων και για τήν βιώσιμη ανεξαρτησία τής Ελληνικής Πολιτείας; Κατ’ εννοιολογική δε αντιπαράθεση, ποιός είναι ο “ψευδής” πολιτισμός, ο οποίος σύμφωνα με τόν  Καποδίστρια όχι μόνον αντιτίθεται προς ζωτικά εθνικά συμφέροντα τής Ελλάδος, αλλά επί πλέον απειλεί και αυτήν ταύτη τήν επιβίωση τού ελληνικού Γένους, και επομένως δεν συνάδει με τήν μεγαλοσύνη τών Ελλήνων ως οικουμενικού έθνους;

  1.  Σύμμετρος μάθησις

Κατ’ αρχήν, η ελληνική νεολαία θα μπορούσε να εμβαπτισθεί στον “ἀληθὴ πολιτισμόν” μόνον στο πλαίσιο ενός αποτελεσματικού συστήματος παιδείας (και όχι απλώς εκπαίδευσης). Τήν διαφορά μεταξύ παιδείας και εκπαίδευσης, ήτοι μεταξύ σφυρηλατήσεως ήθους πολιτών και προσκτήσεως (χρηστικών-τεχνικών) γνώσεων αντίστοιχα, ο Καποδίστριας τήν συνοψίζει επιγραμματικά σε επιστολή του προς τόν στενό του συνεργάτη σε θέματα Παιδείας Ανδρέα Μουστοξύδη, επί λέξει ως εξής:

Τὰ σχολεῖα δὲν εἶναι ἀπλῶς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, ἀλλὰ κυρίως φροντιστήρια ἠθικῆς, χριστιανικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀγωγῆς.

Δηλαδή τό κατά Καποδίστρια ζητούμενο είναι η διά τής Παιδείας αγωγή τών νέων τής Ελλάδος σύμφωνα με τά  ελληνικά ήθη και τήν ελληνορθόθοξη παράδοση. Θεωρούσε ότι οι όποιες τεχνικές γνώσεις είναι χρήσιμες ή και αναγκαίες, με τήν προϋπόθεση όμως ότι η προτεραιότητα προσδίδεται στη διάπλαση ήθους και στη σφυρηλάτηση τής εθνικής συνείδησης τών νέων σύμφωνα με τήν ελληνική παράδοση, ήτοι με τά “ἤθη ἡμῶν” (και όχι ξενόφερτα “ἤθη ἄλλων”), όπως διατυπώνει σε  επιστολή του τό 1827 προς τόν Μισαήλ Αποστολίδη, εφημέριο τότε στη Βιέννη και μετέπειτα καθηγητή τού Πανεπιστημίου Αθηνών και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών:

Αν ἡ παροῦσα γενεὰ δὲν ενισχυθῆ δι’ ἀνθρώπων μορφωθέντων ἐν ἀρίστῳ σχολείῳ, ἰδίως κατὰ τοὺς κανόνας τῆς ἁγίας ἡμῶν θρησκείας καὶ τῶν ἠθῶν ἡμῶν, ἀμφιβάλλω ὅτι θὰ δυνηθῆ νὰ καταστῆ ἀξία τοῦ προορισμοῦ, ὅν φαίνεται ὅτι ἡ Θεία Πρόνοια ἐπιφυλάττει αὐτῇ.

Η έμφαση τήν οποία ο Καποδίστριας προσέδιδε στη χριστιανική ελληνορθόδοξη παράδοση, ως θεμελιώδη συνιστώσα μιας εθνικής Παιδείας, δεν είχε τήν έννοια μιας μονομερούς θρησκευτικής αγωγής τών νέων τής Ελλάδος σε βαθμό δηλαδή δογματικού φανατισμού ή και θρησκοληψίας. Απεναντίας μάλιστα. Ο Καποδίστριας προσέβλεπε σε μια Παιδεία ισόρροπης αγωγής, διά “συμμέτρου μαθήσεως”, στο πλαίσιο τής οποίας οι νέοι τής Ελλάδος θα διδάσκοντο ισορρόπως πρωτότυπα κείμενα τής Κλασικής Γραμματείας (αρχαίους Φιλοσόφους και Τραγικούς), τήν Καινή Διαθήκη και Πατερικά κείμενα τής Ελληνορθοδοξίας, όπως επίσης και νεωτερικές επιστημονικές ή και επιστημονικοφανείς θεωρίες εκ τής Εσπερίας. Δηλαδή ο αντικειμενικός σκοπός τού Καποδίστρια ήταν τό έθνος να παραμένει ενωμένο όχι μόνον επί τή βάσει πίστεως, αλλά συνδυαστικά και επί τή βάσει γνώσεως, όπως ρητά και επιγραμματικά προσδιόρισε στη β΄ επιστολή τήν οποία απέστειλε στις 6  Νοεμβρίου 1827 προς τόν Ανδρέα Μουστοξύδη, επί λέξει ως εξής:

Τὸ πρώτιστον καὶ οὐσιωδέστατον τῶν χρεῶν τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως εἶναι νὰ προμηθεύσῃ εἰς τὸ ἔθνος τὴν διδασκαλίαν τῆς πίστεως, ὑπάρχον αὐτὸ ἀφωσιωμένον μὲν ὁμολογουμένως  εἰς τὴν ἐκκλησίαν του, ἀλλ᾿ ἀπὸ αἰσθήματος ἁπλοῦ, καὶ εἰμὴ τολμηρὸν εἰπεῖν, ἀπὸ ἐμφύτου ῥοπῆς. Τὴν δὲ σήμερον χρειάζεταί τι περισσότερον, νὰ ἦναι δηλαδὴ εὐσεβὲς καὶ διὰ τοῦ λογικοῦ, ἤτοι διὰ συμμέτρου μαθήσεως, ὅτι ἄνευ τῆς ἐπικουρίας ταύτης οὔτε ὁ κλῆρος θέλει δυνηθῆ νὰ κατεπαλαίσῃ τοὺς νεωτερίζοντας περὶ τὰ τῆς πίστεως, οὔτε ἡ νεολαία νὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ τὰς κενάς των ἀπάτας.

Η κατά Καποδίστρια εθνοενωτική λειτουργία τής Παιδείας επομένως πραγματούται όταν η εκπαίδευση τών νέων συντελεί στην ανάπτυξη τής ικανότητός τους προς συγκριτική ανάλυση και κριτική σκέψη επί τή βάσει τών (Αριστοτελικών) κανόνων τής λογικής σύμφωνα με τά  κλασικά πρότυπα. Για τόν Καποδίστρια, αποτελούσε και αποτελεί επιτακτική εθνική ανάγκη η διά τής Παιδείας αναβάθμιση τής παραδοσιακής “ἀφοσίωσης” τού έθνους εις τήν Ελληνορθόδοξη εκκλησία του όχι απλώς και μόνον “ἀπὸ αἰσθήματος ἁπλοῦ ή ἀπὸ ἐμφύτου ῥοπῆς” αλλά και από εν γνώσει και επιγνώσει “εὐσέβεια καὶ διὰ τοῦ λογικοῦ”. Θεμελιώδη κλασικά εκπαιδευτικά πρότυπα (ανάπτυξη “τοῦ λογικοῦ”), αποτελούσαν τότε και έκτοτε τήν μοναδική ασπίδα τού έθνους κατά διχονοιών ή και εμφυλίων σπαραγμών, στους οποίους απειλείτο τό έθνος να καταβυθισθεί ή και καταβαραθρωθεί από εκάστοτε “νεωτερικές” επιστημονικές ή ψευδοεπιστημονικές ξένες (δυτικογενείς) θεωρίες και “ἀπὸ τὰς κενάς των ἀπάτας”.  

  1.  Διαχρονική Ιστορία

Η βαθιά πεποίθηση τού Καποδίστρια περί μιας εθνικής Παιδείας στην οποία η θρησκευτική αγωγή θα διαδραματίζει κομβικό ρόλο για τήν διάπλαση τού ήθους τών Ελλήνων ως ελευθέρων πολιτών και παράλληλα για τήν σφυρηλάτηση τού εθνικού τους φρονήματος,  όπως επίσης και για τήν εσαεί καταλαγή εμφυλιακών διχονοιών, εδράζετο στην ιστορική του γνώση όσον αφορά στην διαδρομή τού Ελληνισμού από τήν Άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως και έκτοτε. Ενδεικτικά, ο Καποδίστριας διετύπωσε τόν εξής επακριβή εννοιολογικό ορισμό όσον αφορά στις λέξεις «Ἑλλάδα» και «Ἑλληνικόν ἔθνος» στην εποχή του, αποκρινόμενος σε σχετική ερώτηση—επί λέξει εν μεταφράσει: “Τί πρέπει νὰ ἐννοήσωμεν λέγοντες Ἑλλάδα σήμερον;”—σε συνέντευξή του προς τόν Άγγλο  Ουΐλλμοτ Όρτον στο Παρίσι στις 3 Οκτωβρίου 1827, λίγες δηλαδή ημέρες πριν τήν Ναυμαχία τού Ναυαρίνου και καθόν χρόνο ο Καποδίστριας προετοίμαζε τήν κάθοδό του στην Ελλάδα για να ηγηθεί τού εθνοαπελευθερωτικού αγώνος ως πρώτος Κυβερνήτης και Εθνάρχης τής Νεωτέρας Ελλάδος:

Τὸ Ἑλληνικόν ἔθνος σύγκειται ἐκ τῶν ἀνθρώπων οἵτινες ἀπὸ ἀλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἕπαυσαν ὁμολογοῦντες τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, καὶ τὴν γλῶσσαν τῶν πατέρων αὐτῶν λαλοῦντες, καὶ διέμειναν ὑπὸ τὴν πνευματικὴν ἢ κοσμικὴν δικαιοδοσίαν τῆς ἐκκλησίας των, ὅπου ποτὲ τῆς Τουρκίας καὶ ἄν κατοικῶσι.

Η ιστορική δε οπτική τού Καποδίστρια όσον αφορά στην επί αιώνες δυναμική εξέλιξη τού ελληνικού έθνους κατά τήν Τουρκοκρατία, συνοψίζεται με ενάργεια και με τόν πλέον επίσημο τρόπο, στην από 12 Δεκεμβρίου 1825 επιστολή του, τήν οποία απέστειλε από τήν Γενεύη προς τήν Προσωρινή Κυβέρνηση τής Ελλάδος—καθόν χρόνο δηλαδή η απελευθερωθείσα Ελλάδα σπαράσσετο από εμφύλιες διαμάχες εν μέσω τής λαίλαπος τής αιγυπτιοαφρικανικής εισβολής στην Πελοπόννησο—επί λέξει μεταξύ άλλων ως εξής:

 Οἱ εἰρημένοι [Τούρκοι], ἀφ᾿ ἑνὸς μέρους, παίζοντες ἀδιακόπως τὰ ὑλικὰ συμφέροντα καὶ ὅλα τὰ πάθη, ἅτινα συνακολουθοῦσιν ἐκεῖνα, διῄρεσαν, ἐμόνωσαν καὶ ὥπλισαν τοὺς πατέρες σας, τὸν ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου· ἀλλ’ οὗτοι [῞Ελληνες πατέρες σας] ἀφ᾿ ἑτέρου, ἡνωμένοι διὰ τῆς εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν του ᾽Εκκλησίαν σταθερᾶς πίστεώς των, ἀντέτειναν εἰς τὴν ὀλεθρίαν μάστιγα ἐκείνων φυλάττοντες ἀγνὰς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰ ἤθη, ἅτινα μόνα συνιστῶσιν ἕν ἔθνος διὰ τῆς ἑνώσεως ἀνθρώπων τινων, λέγω τὴν θρησκείαν καὶ δι᾿ ἐκείνης τὴν γενικὴν καταγωγήν του καὶ τὴν ἑκουσίαν ὑποταγὴν του εἰς μίαν καὶ τὴν αυτὴν πνευματικὴν κυριότητα. Ἰσχυρὰ ἡ Ἑλλὰς δι᾿ ἐκείνης τῆς ἀπείρου δυνάμεως, διῆλθε τέσσαρας αἰῶνας διαφθορᾶς καὶ παντοίων ἄλλων δυστυχημάτων, χωρς ν πασ ποτ το ν σχηματζ θνος, καὶ νὰ ὑποτάσσηται εἰς τοὺς ἱεροὺς νόμους τοῦ θείου νομοθέτου μας· καθότι χουσα ᾽Εκκλησίαν, εἶχε πνευματικοὺς ποιμένας, καὶ ἐστηρίζετο εἰς τὰς συμφοράς της διὰ τῶν παρηγοριῶν τοῦ Εὐαγγελίου· σχηματζουσα δ θνος, εἶχεν νδρας γενναους ες τὰ ὄρη της, διὰ νὰ τὴν ὑπερασπίζωνται, μοους ες τς νσους της, διὰ νὰ τὴν ἀναδείξουν εἰς τὸν ἐξευγενισμένον κόσμον πεπαιδευμνους, διὰ νὰ τῇ διατηρῶσι τὰς ἀναφορὰς της μὲ τὴν παλαιν κενην λλδα, τῆς ὁποίας τὸ πνεῦμα ἔφερε τὸ φῶς τῶν επιστημών εἰς τὴν Ευρώπην.

Το ως άνω πρωτότυπο κείμενο, όσον αφορά στον εθνοενωτικό και εθνοπροσδιοριστικό ρόλο τής Ελληνορθοδοξίας επί Τουρκοκρατίας, αρκεί αυτό καθεαυτό για να καταρρίψει άπαξ διά παντός τόν μύθο ή πλάνη ένιων ιστοριογράφων ότι η «διαχρονική συνέχεια» τού ελληνικού έθνους είναι δήθεν σκόπιμη επινόηση (ή και εθνικιστικό ιδεολόγημα) τού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, εθνικού ιστορικού τής Νεωτέρας Ελλάδος: Ο Καποδίστριας συνέταξε τήν ως άνω επιστολή του προς τήν «Προσωρινὴν Κυβέρνησιν τῆς Ἑλλάδος» τό 1825, ήτοι δεκαετίες πριν ο Παπαρρηγόπουλος συγγράψει και εκδόσει τήν ῾Ιστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ ῎Εθνους. Επομένως μπορεί ευλόγως και βασίμως να λεχθεί ότι ο Παπαρρηγόπουλος απλώς ανέδειξε, με τό μνημειώδες ιστορικό του έργο, τήν  περί Ιστορίας τής Νεωτέρας Ελλάδος παρακαταθήκη τού Καποδίστρια.

Επί πλέον, η ως άνω επιστολή είναι ενδεικτική τού ότι η Καποδιστριακή ιστορική αναλυτική οπτική περί τού Ελληνικού έθνους επί Τουρκοκρατίας, ήταν η διεθνώς τότε παραδεδεγμένη και επικρατούσα ιστορική άποψη στα διπλωματικά υψίπεδα τών Μεγάλων Δυνάμεων, δεδομένου μάλιστα ότι όταν ο Καποδίστριας τήν συνέγραψε διατελούσε τύποις στην υπηρεσία τού Τσάρου ως επ’ αορίστω αδεία υπουργός Εξωτερικών τής Ρωσίας.

  1.  Ελληνόγλωσση Παιδεία

Προφανώς, η εθνική ελληνοχριστιανική αγωγή που επαγγέλλεται ο Καποδίστριας έχει ως θεμελιώδη συνιστώσα τήν επαρκή διδασκαλία τής πατρογονικής γλώσσης στους νέους τής Ελλάδος, ήτοι τής γλώσσης τής κλασικής Γραμματείας, τής Αγίας Γραφής και τών Πατερικών κειμένων. Προς τούτο όμως απαιτούνται διδάσκαλοι με “ἔρωτα πρὸς τὴν εθνικὴν γλῶσσαν”, κατά ρητή και επίσημη διατύπωση τού Καποδίστρια, σε υπόμνημά του προς τόν Υπουργό Εξωτερικών τής Αγγλίας Λόρδο Κάστλερη, κατά τήν διάρκεια τού Συνεδρίου τών Παρισίων τό 1815, επί λέξει ως εξής:

Τὸ συμφέρον καὶ ἡ ἐθνικὴ φιλοτιμία θὰ ὑποκινηθῶσι ἐξ ἴσου ἐὰν διδὰσκαλοι διακεκριμένοι επί φιλοθρησκείᾳ καὶ ἔρωτι πρὸς τὴν εθνικὴν γλῶσσαν ἐκλέγωνται μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων οἵτινες δικαίως ὑπολήπτονται ἐν τῷ κόσμῳ τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν.” 

Το πόσο απόλυτος ήταν ο Καποδίστριας όσον αφορά στην ελληνική γλώσσα ως ακρογωνιαίο λίθο τής Παιδείας για τούς Έλληνες, αναφαίνεται από τό παρακάτω απόσπασμα επιστολής του, που απέστειλε από τήν Πετρούπολη τό 1811 προς τόν Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο:

Ἰδοὺ Πανιερώτατε ἡ δέησὶς μου. Προστάξατε ὡς νομοθέτης «ὅστις γραικὸς πρὸς γραικὸν γράψει εἰς διάλεκτον ἀλλογενῶν, κηρύττεται αλλογενής…»

Σε επίπεδο δε Ομογένειας, είναι ενδεικτική η επιρροή τής περί Παιδείας παρακαταθήκης τού Καποδίστρια στην ελληνική Ομογένεια στη Μαριούπολη (στην σημερινή Ουκρανία). Οι Έλληνες Ομογενείς τής Μαριουπόλεως—οι οποίοι μέχρι τό 1819 ομιλούσαν μόνο στη Ρωσική—προσέφεραν στον Ιωάννη Καποδίστρια ένα χρηματικό ποσό εις ένδειξη ευγνωμοσύνης  για  τήν  υποστήριξη  που  τούς  είχε  παράσχει ως Υπουργός Εξωτερικών τού Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄. Ο Καποδίστριας αποδέχθηκε τήν προσφορά τους τότε εγγράφως, δι’ επιστολής του (1819), με τόν εξής επί λέξει όρο:

 Κ  α  π  ο  δ  ί  σ  τ  ρ  ι  α  ς

πρὸς τοὺς ῞Ελληνες τῆς Μαριουπόλεως.

Δέχομαι τὸ χρηματικὸν ποσόν, τὸ ὁποῖον προσφέρετε εἰς ἐμὲ εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης, ὑπό τὴν προϋπόθεσιν ὅτι θὰ καταθέσητε αυτὸ διὰ παντὸς εἴς τινα Τράπεζαν καὶ διὰ τῶν τόκων τοῦ κεφαλαίου θὰ προσκαλέσητε εἰς τὴν ὑμετέραν πόλιν ῞Ελληνα διδάσκαλον, ὅπως διδάσκη εἰς ὑμᾶς καὶ τὰ τέκνα ὑμῶν ἀποκλειστικῶς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν εἰς σχολεῖον τὸ ὁποῖον θὰ ἱδρύσητε. Διότι ἀποτελεῖ ἐντροπὴν νὰ εἶσθε ῞Ελληνες καὶ νὰ ἀγνοῆτε τὴν μητρικὴν γλῶσσαν, τὴν εὐγενεστέραν τοῦ κόσμου.

Ο Καποδίστριας μάλιστα θεωρούσε ότι η επαρκής γνώση τής Ελληνικής αποτελούσε θεμελιώδη προϋπόθεση που πρέπει να πληρούν όσοι διευθύνουν τά  δημόσια πράγματα τής χώρας (πολιτικοί εκπρόσωποι και διοικητικά στελέχη), όπως ρητά ο ίδιος διατύπωσε σε επιστολή του προς τόν Υπουργό Εξωτερικών τής Αγγλίας Λόρδο Πάλμερστων στις 9 Ιουλίου 1831, απαντών σε αιτιάσεις και αντιπολιτευτικές διαβολές διαφόρων Ελλήνων προκρίτων και κοτσαμπάσιδων προς τήν Κυβέρνηση τής Αγγλίας  —ότι δηλαδή ο Καποδίστριας δεν τούς διόριζε, δήθεν αδίκως ή αντιδημοκρατικώς, σε διευθυντικές (υπουργικές) θέσεις στην κυβέρνηση—επί λέξει μεταξύ άλλων ως εξής:

 Επ᾿ ἀληθείας δὲ πῶς οἱ πρόκριτοι οὗτοι, γινόμενοι διευθυνταὶ τῶν πραγμάτων, ἤθελαν δυνηθῆ νὰ ἐνεργήσωσι τὴν ἐξουσίαν, μὴ ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς τὴν ἀναγκαίαν ἱκανότητα, στερούμενοι καὶ τῶν ελαχίστων γνώσεων, καὶ τὴν ἰδίαν αὐτῶν γλῶσσαν μετριώτατα εἰδότες γράφειν καὶ αναγιγνώσκειν!

  1.  Παιδεία αριστείας

Η ιδιαίτερη έμφαση τού Καποδίστρια στην ελληνορθόδοξη θρησκευτική αγωγή, ως αναπόσπαστο μέρος μιας πραγματικά εθνικής Παιδείας για μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα ελευθέρων πολιτών, ευθυγραμμίζεται και με τά τρία επαναστατικά Συντάγματα—Επιδαύρου 1822, Άστρους 1823, Τροιζήνος 1827—στην προμετωπίδα απάντων τών οποίων αναγράφεται εν προοιμίω ότι συνετάγησαν  «Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος» (όπως ισχύει και με τό τό παρόν Σύνταγμα τής Ελλάδος).

Επιπροσθέτως, οι αρχές τής αριστείας και τής αξιοσύνης, στις οποίες ο Καποδίστριας αναφέρεται σε κείμενά του—υποσημαίνων ρητώς τήν εθνική ανάγκη για “ἂριστα” σχολεία με “διακεκριμένους” διδασκάλους “οἵτινες δικαίως ὑπολήπτονται ἐν τῷ κόσμῳ τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν”—ευθυγραμμίζεται με τό θεμελιώδες περί αξιοσύνης άρθρο τών τριών επαναστατικών Συνταγμάτων (Σύνταγμα Επιδαύρου 1822, άρθρο στ΄, κ.τ.λ.), τό οποίο ορίζει:

 Όλοι οἱ ῾Έλληνες εἰς ὅλα τὰ ἀξιώματα καὶ τιμὰς ἔχουσι τὸ αυτὸ δικαίωμα· δοτήρ δὲ τούτων μόνη ἀξιότης ἑκάστου.

Αυτό τό άρθρο, «ἀπ᾿ τὰ  κόκκαλα βγαλμένο τῶν Ἑλλήνων τὰ  ἱερά», προσδιορίζει τήν αξιοκρατία ως θεμελιώδη δημοκρατική αρχή για μια λειτουργική, δικαία και επομένως βιώσιμη Πολιτεία, ήτοι για μια συνεκτική κοινωνία, για μια πραγματική (και όχι προσχηματική) δημοκρατία, και για μια ισχυρή και ανεξάρτητη Ελλάδα ελευθέρων πολιτών (και όχι υπηκόων).

Είναι ενδεικτικό ότι ο Καποδίστριας χαρακτηρίζει σωρηδόν τούς νέους που χρησιμοποιούν «πολιτικό» μέσο για να διορισθούν αναξιοκρατικώς σε δημόσιες θέσεις, ως “δυστυχή νεολαία” και “ἀπερίσκεπτον συρφετὸν νεολαίας”, που στερείται “ὑγιοῦς ἤθους” και “κακῶς ἐξυπηρετεῖ τὸ κράτος”, εις βλάβην τών εθνικών συμφερόντων και τής μεγαλοσύνης τού Γένους, επί λέξει ως εξής:

῾Η δυστυχς νεολαα διδάσκεται μόνον πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπολαμβάνῃ ἐλάχιστα κέρδη [μισθό]. Ὁ ἀπερίσκεπτος οὗτος συρφετὸς τῆς νεολαίας κακῶς ἐξυπηρετεῖ τὸ κράτος, τὸ ὁποῖον δὲν ἀγαπᾶ, διότι τὴν θέσιν του ὀφείλει εἰς τὸν προϊστάμενον [κομματικό μέσο θα λέγαμε σήμερα] καὶ οὐχί εἰς αὐτὸ [το κράτος]. Τουναντίον ἡ Κυβέρνησις χάνει τὸ δικαὶωμα νὰ βραβεύη διὰ θέσεως τοὺς ἀξίους νέους, ἱκανούς νὰ τὴν ἐξυπηρετήσωσι καὶ μὲ ὑγιὲς τὸ ἦθος. Εἶναι δὲ φανερὸν ὅτι προκύπτει μεγάλη ἀπογοήτευσις διὰ τοὺς καλοὺς νέους ἐκ τοῦ περιέργου τούτου συστὴματος… ᾽Εάν ἡ κατάστασις ἐξακολουθήση, προτιμώτερον εἶναι οἱ πόροι οἱ διατεθέντες διὰ τὴν ἐκπαίδευσιν νὰ προορισθῶσιν δι᾿ ἄλλον σκοπόν.

Δηλαδή, σύμφωνα με τόν Καποδίστρια, τό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει λόγο ύπαρξης, ήτοι χρηματοδότησής του με δημόσιους πόρους, εάν η Πολιτεία δεν λειτουργεί με αξιοκρατικά κριτήρια διαφάνειας και κατ’ αξίαν δικαιοσύνης, σύμφωνα δηλαδή με τό ως άνω θεμελιώδες άρθρο τών επαναστατικών Συνταγμάτων περί αξιοσύνης—ως τού μοναδικού κριτηρίου διορισμών στο Δημόσιο—τά  οποία εξέφρασαν τότε και έκτοτε τήν συλλογική βούληση Εκείνων που απελευθέρωσαν τήν Ελλάδα. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί, ότι αυτήν τήν ρηξικέλευθη άποψή του, ο Καποδίστριας τήν εξέφρασε επίσημα ως καθ’ ύλην αρμόδιος σε υπόμνημα-αναφορά του, ήτοι ως Επιθεωρητής Εκπαιδεύσεως τής Ιονίου Πολιτείας (Έκθεση Ι. Καποδίστρια, 23 Μαρτίου 1806).

Το ζήτημα τής αξιοσύνης, κατά τό ως άνω θεμελιώδες άρθρο τών τριών Επαναστατικών Συνταγμάτων, ως τού μοναδικού κριτηρίου προσλήψεων στο Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένου και τού τομέα τής δημόσιας Παιδείας, ήταν τότε και έκτοτε ένα κρίσιμο θέμα για μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα: Ο Καποδίστριας θεωρούσε ότι τό Δημόσιο έπρεπε να στελεχώνεται από “νέους” στην ηλικία πολίτες, οι οποίοι θα επιλέγονται προς τούτο αξιοκρατικώς, βάσει τού κριτηρίου τής κατ’ αξίαν “ἱκανότητός” τους και μόνον—ότι δηλαδή ισχύει σήμερα στις αμερικανικές και άλλες πολυεθνικές εταιρείες που είναι οι σύγχρονοι επικυρίαρχοι τής Παγκόσμιας Οικονομίας—και όχι με κοινωνικά, πολιτικά, πελατειακά ή άλλα κριτήρια αδιαφάνειας και διαφθοράς. Μόνον με αυτόν τόν τρόπο θα καθίστατο δυνατόν να διασφαλισθεί ότι η Νεώτερη Ελλάδα θα ήταν “ἐμμελῶς διοικουμένη” και άρα ισχυρή και ανεξάρτητη. Αυτός ο εθνικός στόχος (“Ἑλλὰς ἐμμελῶς διοικουμένη” από “νέους πολίτας ἱκανοὺς”) ήταν τότε και έκτοτε τόσο κεφαλαιώδης, ώστε ο Καποδίστριας ευλόγως θεωρούσε ότι προς αυτόν τόν στόχο “ὀφείλομεν νὰ κατατείνωμεν πάντα τὸν ἀγῶνα”, όπως ρητώς και σαφώς διετύπωσε ως Κυβερνήτης τής χώρας σε επιστολή του προς τόν Ανδρέα Μουστοξύδη στις 14 Απριλίου 1828, επί λέξει ως εξής:

Ἑλλὰς ἐμμελῶς διοικουμένη δὲν θέλει ὑπάρξῃ, πρὶν εὕρωμεν μεταξὺ τῶν ἡμετέρων νέων πολίτας ἱκανοὺς νὰ ἀναλάβωσι τὰ τῆς δημοσίου ὑπηρεσίας. Τοῦτο δὲ οὕπω ἐνέστηκε, διὸ καὶ πρὸς τὸ καταντῆσαι τάχιον ἐκεῖσε, ὀφείλομεν νὰ κατατείνωμεν πάντα τὸν ἀγῶνα.

Σε αυτό τό πλαίσιο, ο Καποδίστριας, κατά τήν άσκηση τών κυβερνητικών του καθηκόντων, προσέδιδε εμπράκτως τεράστια έμφαση στην Παιδεία, και μάλιστα τήν δωρεάν δημόσια Παιδεία, “κρούων πᾶσαν θύραν” προς τούτο, όπως συνοψίζει στη συνέχεια τής επιστολής του, ως εξής:

Διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ ἑτοιμάζω πολυάριθμον φυτευτήριον μαθητῶν διὰ τὰ σχολεῖα μας, συνάξας μέχρι τοῦδε ἱκανούς, καὶ μέλλων νὰ συνάξω καὶ ἄλλους, ἅμα εὐπορήσας δαπάνης πρὸς ἱματισμόν, διατροφὴν καὶ διδασκαλίαν αὐτῶν. Κρούω δὲ πᾶσαν θύραν ζητῶν ἀργύριον διὰ τὴν τράπεζαν, καὶ ἴδε καὶ ἐσὺ ἄν δύνασαι νὰ καταφέρῃς τινὰς τῶν αὐτόθι μεγαλοπλούτων μας νὰ συνεισφέρωσιν.

Ο Καποδίστριας δηλαδή προσέβλεπε σε μία αξιοκρατική και παράλληλα καθολική δωρεάν δημόσια εκπαίδευση, στην οποία θα είχαν πρόσβαση όλοι ανεξαιρέτως οι νέοι τής Ελλάδος, και διά τής οποίας θα επιβραβεύετο η αριστεία, ήτοι η ανάδειξη  “τῆς ἐμφύτου κλίσεως καὶ ἱκανότητος” τών χαρισματικών μαθητών και η επιβράβευση τής “φιλοτιμίας” (επιμέλειας) εκάστου. Προς τούτο, ο Καποδίστριας καθιέρωσε εξ αρχής τόν θεσμό τών προτύπων ή “πρωτοτύπων” σχολείων, στα οποία εγίνοντο δεκτοί οι πλέον διακεκριμένοι μαθητές με αξιοκρατικά και μόνον κριτήρια, κατόπιν εξετάσεών τους ενώπιον τής εκάστοτε ειδικής προς τούτο “συστηνομένης επιτροπής” επιφανών παιδαγωγών. Επί πλέον, ο Καποδίστριας είναι ο πρώτος παγκοσμίως πολιτικός ηγέτης που εφάρμοσε τόν ρηξικέλευθο θεσμό ειδικής “δωρεάς” (bonus ή πριμ θα λέγαμε σήμερα) από τήν Πολιτεία προς τούς διδασκάλους τών οποίων οι μαθητές εγίνοντο δεκτοί σε πρότυπα σχολεία. Επρόκειτο μάλιστα περί γενναιόδωρης “δωρεάς” εκ 300 γροσίων (ενάμισυ μισθό) ανά κάθε τέτοιο μαθητή, διότι ευλόγως ο Κυβερνήτης θεωρούσε ότι η αριστεία ενός μαθητή όσον αφορά στις σπουδές του είναι ταυτόχρονα αριστεία και τού διδασκάλου του όσον αφορά στο εκπαιδευτικό του έργο, όπως υποδηλούται στην Εγκύκλιό του “πρὸς τοὺς διδασκάλους τῶν ἐν Ἑλλάδι ἀλληλοδιδακτικῶν Σχολείων” στις 25 Απριλίου 1829, ως εξής:

Νὰ μᾶς σημειώσῃς ἐκείνους τῶν μαθητῶν σου, ὅσοι ἔδωκαν ἀδιακὸπως προφανῆ δείγματα τῆς ἐμφύτου κλίσεως καὶ ἱκανότητός των εἰς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ διδασκάλου τῶν ἀλληλοδιδακτικῶν σχολείων, καθότι ἔχομεν σκοπὸν νὰ τοὺς προσκαλέσωμεν διὰ νὰ τελειοποιηθῶσιν εἰς τὸ πρωτότυπον σχολεῖον, τὸ ὁποῖον συσταίνομεν εἰς Αἴγιναν. ῞Αμα λαβόντες τὴν σημείωσιν ἐκ μέρους ὅλων τῶν διδασκάλων τῶν ἤδη καθεστώτων ἀλληλοδιδακτικῶν σχολείων, θέλομεν προσδιορίσει τὸν ἀριθμὸν τῶν εἰς τὸ πρωτότυπον σχολεῖον εἰσαχθησομένων. Ἀλλά προτοῦ νὰ γενοῦν παραδεκτοὶ, θέλουν ἐξετασθῆ ἀπό τὴν ἐπὶ τούτου συστηθησομένην ἐπιτροπήν. Διὰ ν᾿ αποζημιώσωμεν δὲ κατὰ τὸ δίκαιον τοὺς διδασκάλους διὰ τὰ ἔξοδα, ὅσα μέχρι τοῦδε ἔκαμον, θέλοντες νὰ διεγείρουν τῶν μαθητῶν τὴν φιλοτιμίαν, προσφέρομεν εἰς αὐτούς δωρεὰν ανὰ 300 γρόσια δι᾿ ἕκαστον τῶν μαθητῶν ὅσοι μέλλουν νὰ γενοῦν παραδεκτοὶ εἰς τὸ πρωτότυπον τοῦτο σχολεῖον.

Σημειωτέον ότι στο πρότυπο σχολείο («Κεντρικὸν Σχολεῖον») στην Αίγινα δίδασκε τότε ο διδάσκαλος τού Γένους Γεώργιος Γεννάδιος και ο επιφανής ελληνιστής αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Δούκας.

Συγκεφαλαιωτικά, ο Καποδίστριας ουδέποτε ασπάσθηκε τήν άποψη ότι «περισσότερη» εκπαίδευση σημαίνει κατ’ ανάγκην «καλύτερη» εκπαίδευση, ήτοι ότι μεγαλύτερη χρηματοδότηση τής εκπαίδευσης σε μαζικό επίπεδο σημαίνει κατ’ ανάγκην (δήθεν) παραγωγικότερη εκπαίδευση.  Διότι για τόν Καποδίστρια τό Μέγα Ζητούμενο ήταν μια δημοκρατική (καθολική) Παιδεία αξιοσύνης, μια (αξιοκρατική) Παιδεία πολιτών και όχι μια (αναξιοκρατική) εκπαίδευση υπηκόων, μια ουσιαστική Παιδεία προσωπικού ήθους και εθνικής αγωγής—τα οποία κατά τό πλείστον δεν είναι θέμα χρημάτων—και όχι μια μαζική χρησιμοθηρική (τεχνική) εκπαίδευση χαμερπούς ατομικής ιδιοτέλειας και εθνικής υποτέλειας.

  1.  Εθναρχικό έργο Παιδείας

Πράγματι, τό έργο τού Καποδίστρια στον τομέα τής Παιδείας, εν μέσω τραγικών συνθηκών, ήτοι εν μέσω πολεμικής ερήμωσης τής χώρας και παντελούς απορίας τού Δημοσίου Ταμείου, συνιστά στέφανο δόξης λαμπρόν, αιωνίως απαστράπτοντα, για τόν Μεγάλο Κυβερνήτη τής Νεωτέρας Ελλάδος. Στα τρισήμισυ χρόνια που διακυβέρνησε τήν χώρα, ο Καποδίστριας πραγματοποίησε ένα θαύμα στις “ὁλόμαυρες ῥάχες” τής καταρρημαγμένης Ελλάδος, ιδρύοντας “121 σχολεία όλων τών βαθμίδων με  9.246 μαθητές (ο πληθυσμός τής τότε ελεύθερης Ελλάδος ανερχόταν μόλις στις 600.000), ενώ άλλοι 5.000 μαθητές διδάσκονταν από ελεύθερους δασκάλους, κυρίως εξαιτίας έλλειψης αιθουσών διδασκαλίας”.

Μεταξύ τών εκπαιδευτηρίων που ίδρυσε ο Καποδίστριας ήσαν τό (πρότυπο) Τυπικό Σχολείο Αλληλοδιδακτικής («Εϋνάρδειον Κεντρικὸν Σχολεῖον»), σχολείο αλληλοδιδακτικής στο υπ’ αυτού επίσης ιδρυθέν Ορφανοτροφείο στην Αίγινα, η Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα, η Εμπορική Σχολή στη Σκύρο, η Εκκλησιαστική Σχολή στον Πόρο, η Στρατιωτική Σχολή στο Ναύπλιο—η σημερινή Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων— ειδικά σχολεία κορασίδων, όπως επίσης και ελληνικά σχολεία σε ευρωπαϊκές χώρες προς ελληνόγλωσση εκπαίδευση τών νέων τής Ομογένειας.

Μάλιστα δε εκείνο τό ουσιαστικό έργο θεμελιώθηκε και εν πολλοίς πραγματοποιήθηκε εν καιρώ πολέμου (!), πριν κάν απελευθερωθεί η Ελλάδα (!), καθόν χρόνο δηλαδή τό αιγυπτιοαφρικανικό στράτευμα εισβολής τού Ιμπραήμ παρέμενε στην Πελοπόννησο, η δε Ρούμελη, η Εύβοια και τά φρούριά τους, συμπεριλαμβανομένης τής Ακροπόλεως, όπως επίσης και φρούρια τής Πελοποννήσου, κατείχοντο από τουρκικά στρατεύματα (1827-1828), και πριν αναγνωρισθεί η ανεξαρτησία τής Ελλάδος από τίς Μεγάλες Δυνάμεις (1830) και από τήν Οθωμανική Αυτοκρατορία (1833).

Υπό εκείνες τίς ακραίες συνθήκες ολοκληρωτικού πολέμου—ο οποίος μάλιστα τότε είχε κλιμακωθεί σε τριηπειρωτικό πόλεμο, με πολεμική εμπλοκή στην Ελλάδα στρατών και στόλων από τρείς ηπείρους (Ασία, Αφρική, Ευρώπη)—ο Καποδίστριας παρέλαβε ένα σκιώδες κράτος, ήτοι ένα κράτος οικονομικώς ανύπαρκτο, με μηδενική φοροδοτική ικανότητα τών μαχομένων Ελλήνων και με Δημόσιο Ταμείο τού οποίου τό  “κεφάλαιον δὲν υπερέβαινε τὸ ποσόν τῶν δεκάδων τινῶν γροσίων”. Κατά συνακολουθία, παντελώς ανύπαρκτη ήταν και η δυνατότητα τότε τού ελληνικού κράτους να διαθέσει οποιοδήποτε κονδύλι για τήν εκπαίδευση, έστω και ένα γρόσι, όπως ο Καποδίστριας περιέγραψε επιγραμματικά τήν εξωπραγματική κατάσταστη τής οικονομίας τότε, σε επιστολή του στις 3 Οκτωβρίου 1829, προς τόν Αδαμάντιο Κοραή, επί λέξει ως εξής:

῾Η δημοσία ἐκπαίδευσις δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατασκευασθῇ ὅσον ταχέως καὶ αἱ χρεῖαι ἀπαιτοῦσι καὶ ἡμεῖς τὸ ἐπιθυμοῦμεν. Διὰ τὰ σχολεῖα χρειάζονται οἰκήματα· ἐγὼ δὲ φθάσας ἐνταῦθα εὕρηκα μόνον καλύβας ὅπου ἐσκεπάζοντο πλῆθος οἰκογενειῶν πειναλέων.

Την κοινωνικοοικονομική εξαθλίωση τής “προμαχούσης” Ελλάδος, ο Καποδίστριας τήν συνόψισε σε βαρυσήμαντο υπόμνημά του προς τίς Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) στις 31 Αυγούστου 1827 (4 μήνες πριν ο ίδιος φθάσει στην Ελλάδα)—το οποίο συνέταξε κατά τήν επί ενάμισυ μήνα παραμονή του τότε στο Λονδίνο, όπου διεξήγαγε επικό διπλωματικό αγώνα με σκοπό αφ’ ενός τήν οικονομική τους βοήθεια προς τήν εμπόλεμη Ελλάδα, και αφ’ ετέρου τήν άμεση στρατιωτική τους επέμβαση με επικουρικούς στρατούς και στόλους στο πλευρό τών “προμαχοὺντων Ἑλλήνων”— επί λέξει μεταξύ άλλων ως εξής:

᾽Εκ τριῶν ἤδη χρόνων οἱ ῞Ελληνες δὲν ζῶσιν οὐδὲ σώζονται προμαχοῦντες εἰμή διὰ τῶν βοηθημὰτων τῆς χριστιανικῆς φιλοπτωχίας. Αἱ γαῖαι τῶν ἐν Πελοποννήσω καὶ περὶ τὴν Αττικὴν καὶ τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα κατεχερσώθησαν αφ᾿ ὅτου ὁ Ἰβραΐμης καὶ οἱ Αιγύπτιοι τὴν εκτριβὴν καὶ τόν θάνατον ἐπισπείρουσιν.  Ὁπλοφόροι οἱ γεωργοί·  αἱ δὲ αὐτῶν οἰκογένειαι ἢ φρικώδη αἰχμαλωσίαν ὑφίστανται, ἢ εἰς τὰς νήσους εἶναι ἐσκορπισμέναι, ἢ εἰς βράχους ἀπροσβάτους κατέφυγον. Πόλεις, κῶμαι, χωρία, κατεστραμμένα, ἐρείπια, ἔρημα. Καὶ μένει τοῦτο μόνον εἰς τὸν πολυπαθῆ καὶ θαυμάσιον τόπον, ὁ ἀρχαιότροπος τῶν οἰκητόρων αυτοῦ χαρακτὴρ, καὶ ἀπόφασις αὐτῶν ὁμόψυχος τε καὶ ἄτρεπος μηδέ ποτε νὰ ὑποστῶσι τὸν τουρκικὸν ζυγόν, οὐδ᾿ ἄλλον ζυγὸν ξένον ὁποιονδήποτε.

Από ιστορική άποψη, ανακύπτει βέβαια εύλογο τό ερώτημα: Πώς εξηγείται η μεγάλη επιτυχία τού Καποδίστρια όσον αφορά στο ρηξικέλευθο και εκπληκτικό έργο του στον τομέα τής Παιδείας, τό οποίο επετελέσθη εν μέσω τέτοιων τραγικών και εξωπραγματικών συνθηκών, επί τών ερειπίων μιας κατεστραμμένης πολεμικής οικονομίας, που ήταν τότε ημιθανής ή και ανύπαρκτη τόσον σε εθνικό όσον και σε τοπικό επίπεδο;

Κατ’ αρχάς, πέραν τής οραματικής διάστασης τού έργου του, ο Καποδίστριας αντλούσε αστείρευτες ψυχικές δυνάμεις από τό πατριωτικό του πάθος και τήν ακλόνητη πεποίθησή του για τό μέλλον και τήν μεγαλοσύνη τής εγειρομένης Ελλάδος, όπως αναδεικνύεται σε άλλη επιστολή του προς τόν Α.  Μουστοξύδη, τήν οποία συνέταξε στις 8 Μαΐου 1828, δηλαδή μόλις 4 μήνες μετά τήν άφιξή του στην Ελλάδα, διατελών τότε “ἐπηυλισμένος” σε παραλία τής Αίγινας—λόγω επιδημίας πανώλης, που μετέδωσαν στην Ελλάδα τά  αιγυπτιοαφρικανικά στρατεύματα εισβολής—επί λέξει ως εξής:

῾Εδῶ [Αίγινα] εὑρίσκομαι ἐπηυλισμένος παρὰ τὴν θάλασσαν ἵνα ἔχω πάρισον τὴν ἀπόστασιν τῆς κοινωνίας πρός τε τὴν πόλιν καὶ πρὸς τὰς ὑποθέσεις καὶ πρὸς τὰ ἐπερχόμενα διάφορα πλοῖα τῶν συμμάχων Δυνάμεων. Ὁποία ζωή, ἀγαπητέ μου, ἡ ἐμή! Καὶ ὁποῖαι δυσκολίαι αἱ πανταχόθεν περιβάλλουσαι καὶ πιέζουσαί με!  Μακρὰν ὅμως, πολλὰ μακρὰν εἶμαι τοῦ ἀθυμῆσαι. Ὁ Θεὸς εἶναι μετὰ τῆς ῾Ελλάδος καὶ υπὲρ τῆς ῾Ελλάδος, καὶ αὕτη σωθήσεται. ᾽Εκ ταύτης τῆς πεποιθήσεως ἀντλῶ πάσας μου τὰς δυνάμεις καὶ πάντας τοὺς πόρους.

Επιπροσθέτως, πέραν τού πατριωτισμού και τής βαθιάς πίστης τού Καποδίστρια στο μέλλον τής Ελλάδος, η αποτελεσματικότητά του στην Παιδεία οφείλεται μεταξύ άλλων στην εντιμότητα και ακεραιότητα τού χαρακτήρος του, ήτοι στις αρχές τής διαύγειας και διαφάνειας που εφήρμοσε κατά τήν διακυβέρνησή του (αντίστοιχες με τίς αρχές transparency και accountability που κατά κανόνα εφαρμόζει διαχρονικά η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση τής σημερινής Υπερδυνάμεως). Ως αποτέλεσμα, οι Μεγάλες Δυνάμεις, όπως επίσης και οι ανά τήν Ευρώπη Έλληνες ή Φιλέλληνες ιδιώτες δωρητές, και κυρίως η συντριπτική πλειοψηφία τού Ελληνικού λαού τότε,  είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στον Καποδίστρια, ως τόν ανιδιοτελή ηγέτη τού οποίου τό προσωπικό ήθος εγγυάτο ότι κάθε δωρεά ή δάνειο προς τήν εμπόλεμη Ελλάδα θα ετύγχαναν “οἰκονομικωτάτης διαχειρίσεως”, σύμφωνα με τά λόγια τού Καποδίστρια, τουτέστιν θα «έπιαναν τόπο». Ενδεικτική τής μηδενικής ανοχής τού Καποδίστρια κατά τής διαφθοράς είναι η επιστολή του προς τόν Μητροπολίτη Πίζης Ιγνάτιο (στην Ιταλία), στις 10 Ιουνίου 1828, σχετικά με “δωροφορίες” που άρχισε να λαμβάνει η εγειρομένη Ελλάς από τίς Μεγάλες Δυνάμεις επί διακυβερνήσεώς του (1,5 εκατομ. ρούβλια από τήν Ρωσία, 500 χιλ. φράγκα από τήν Γαλλία κ.ο.κ.), στην οποία γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:

Οἱ γενναῖοι μας ῞Ελληνες χαίρονται. Μόνον ὀλίγοι τινὲς απατῶνται, καὶ μεγάλως, νομίζοντες ὅτι τὰ χρήματα ταῦτα εἶναι δι᾿ αὐτούς, καὶ μέλλουσι πάθωσιν ὅ,τι ἔπαθον αἱ λίραι τοῦ δανείου [των δύο πρώτων Δανείων τής Ανεξαρτησίας από τήν Αγγλία, 1823-1824].” 

Διατελούσε δε ο Καποδίστριας εν πλήρη επιγνώσει περί τού πώς η χυδαία διαφθορά “ὀλίγων τινών” “κλεπτιστάτων ἀρχόντων, ὑπουργῶν τε καὶ καπιτάνων” καταδυνάστευε τήν πλειονότητα τού υπέρ ελευθερίας μαχομένου τότε ελληνικού λαού και υποθήκευε τό μέλλον τού έθνους, τότε και έκτοτε, όπως επισημαίνει στη συνέχεια τής επιστολής του:

Ὅτι μὲν κλέπτουσιν παντοῦ [στον Κόσμο] ὅπου διοίκησις ὑπάρχει, εἶναι ἀναμφίβολον. Ἀλλά δὲν εὑρίσκεται τόπος, εἰς ἐμὲ γνωστός, ὅπου πλησίον τῶν κλεπτῶν νὰ ὑφίστανται χιλιάδες καὶ χιλιάδες οἰκογενειῶν ἀγαίων, ἀνεστίων καὶ καταπείνων, καθὼς ἐν Ἑλλάδι. Στοχασθῆτε, δεσπότη μου, ὅτι αἱ ἄθλιαι αὖται οἰκογένειαι πάσχουσιν ἐξ αἰτίας τῶν κλεπτιστάτων ἀρχόντων, ὑπουργῶν τε καὶ καπιτάνων, καὶ ἐνθαῥῥύνετέ με, ἄν δύνασθε, νὰ ἦμαι συγκαταβατικὸς πρὸς μίαν δρᾶκα ἀνθρωπαρίων μεταλλοθέων, ἐπ᾿ οὐδὲν τῶν ὁποὶων ὅμως οὐδὲ κατέστησα τήν βαρεῖαν χεῖρα τῆς δικαιοσύνης, οὐδὲ καταστήσω, ἀρκούμενος νὰ τοὺς γνωρίσω καλῶς καὶ νὰ τοὺς παραδώσω ποτέ, εἰ χρεία, εἰς τὰς ἀρὰς τοῦ λαοῦ.” 

Αντικείμενος βέβαια προς αυτήν τήν εν πολλοίς αδίστακτη (και ως απεδείχθη δολοφονική) “δρᾶκα ἀνθρωπαρίων μεταλλοθέων” και περιορίζοντας, ή και συχνάκις εκμηδενίζοντας, τήν δυνατότητά τους να επιπέσουν για “πλιάτσικο”, ως λυσσώδεις ύαινες, επί τών σαρκών αυτής ταύτης τής καταματωμένης αλλά εν τούτοις εγειρομένης Ελλάδος, ήτοι επί τής καθημαγμένης οικονομίας τής νεοσύστατης Ελληνικής Πολιτείας, ο Καποδίστριας έθετε τήν ζωή του σε θανάσιμο κίνδυνο, ως αδέκαστος και άγρυπνος φρουρός τού Δημοσίου Ταμείου. Παράλληλα όμως, αυτή η αυταπάρνηση, ανιδιοτέλεια και λυσιτελής εγρήγορση τού πρώτου Κυβερνήτου, τού προσέδιδαν ένα τεράστιο ηθικό ανάστημα (moral standing) στην Ελλάδα και τό εξωτερικό, με αποτέλεσμα αφ’ ενός τήν συνεχή ροή δωρεών και δανείων από τό εξωτερικό για τήν Παιδεία, και εν γένει για τήν Διοίκηση επί διακυβερνήσεώς του—εν μέσω μαινομένου απελευθερωτικού αγώνος και πολεμικής εμπλοκής τού έθνους—και αφ’ ετέρου τήν ενεργό και πάνδημη λαϊκή κινητοποίηση τής κατά περίπτωση τοπικής κοινωνίας (εντόπιοι πολίτες, δάσκαλοι και μαθητές), οσάκις επρόκειτο να ανεγερθεί και λειτουργήσει ένα νέο σχολείο, όπως αναδεικνύεται στην αναφερθείσα Εγκύκλιό του “πρὸς τοὺς διδασκάλους τῶν ἐν Ἑλλάδι ἀλληλοδιδακτικῶν Σχολείων” στις 25 Απριλίου 1829, ήτοι μόλις 15 μήνες από τής αφίξεώς του στην Ελλάδα, επί λέξει ως εξής:

Ὅσα ἐκ τῶν ἤδη ὑπαρχόντων ἀλληλοδιδακτικών σχολείων ἐπεσκέφθημεν προσωπικῶς, μᾶς ἐπροξένησαν εὐχαρίστησιν κατὰ πάντα· ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἐκφράσωμε ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερον τὴν ευγνωμοσύνην μας πρὸς τοὺς ἀξιολόγους πολίτας, οἵτινες συνετέλεσαν εἰς τὸν διοργανισμὸν των, πρὸς τοὺς διδασκάλους, οι ὁποῖοι, καίτοι σχεδὸν πάντων στερούμενοι, κατώρθωσαν νὰ προοδεύσουν τὰ καταστήματα ταῦτα, καὶ πρὸς τοὺς μαθητάς, οἱ οποῖοι δεικνύουν ἤδη τὶ ἐμπορεῖ νὰ ἐλπίσῃ παρ᾿ αυτῶν ἡ πατρὶς.

Δηλαδή εκείνο τό πραγματικό θαύμα Παιδείας εν μέσω πολέμου και οικονομικής απορίας επετεύχθη διότι ο Καποδίστριας είχε πλήρη επίγνωση ότι ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα ουσιαστικής Παιδείας δεν μπορεί να συγκροτηθεί και λειτουργήσει σε πλαίσιο πολιτικοοικονομικής διαφθοράς, ήτοι από ιδιοτελή άτομα εθισμένα στο πλιάτσικο και τήν κλεπτοκρατία («μιζαδόρους» θα λέγαμε σήμερα).

Τήν απαγορευτική σχέση που υφίσταται μεταξύ διαφθοράς και Παιδείας—ήτοι ότι η καταπολέμηση τής διαφθοράς “κλεπτιστάτων ἀρχόντων, ὑπουργῶν τε καὶ καπιτάνων” είναι μία θεμελιώδης προϋπόθεση για τήν ύπαρξη Παιδείας ελευθέρων πολιτών—την επεσήμανε ρητώς ο Καποδίστριας σε επιστολή του προς τόν Ρώσσο Φιλέλληνα Νικόλαο Ράϊκο, ο οποίος μεταξύ άλλων διετέλεσε Διοικητής τής Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, επί λέξει ως εξής:

Τὰ ἀλληλοδιδακτικὰ σχολεῖα καὶ ὀλίγα στρέμματα ἐθνικής γῆς διδόμενα ὡς ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία εἰς τοὺς δήμους θὰ προετοιμάσουσιν τὰ στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς κοινωνικῆς ὀργανώσεως τῆς Ἑλλάδος. ῎Εως ὅτου γίνει αὐτό, πρέπει νὰ εὐχαριστηθῶμεν ἐμποδίζοντες τὴν περαιτέρω ῥιζοβόλησιν τῶν καταχρήσεων. Τοῦτο δὲ θὰ κατορθωθῆ ἀσφαλέστατα, ἐὰν πολιτευθῶμεν μὲ τὴν αὐστηροτάτην ἀμεροληψίαν καὶ πρὸς τοὺς φίλους  τῆς Κυβερνήσεως καὶ πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τάσσονταν ἐναντίον της.

Επιπροσθέτως τών παραπάνω, τό εθναρχικό ηθικό ανάστημα τού Καποδίστρια μεγαλύνετο ακόμη περισσότερο, σε πρωτοφανή υψίπεδα προσωπικής υπέρβασης και πολιτικής ακεραιότητας, από τό ηγετικό παράδειγμα που έδινε ο ίδιος με τόν αλτρουϊσμό του υπέρ τού έθνους. Ο Καποδίστριας ήταν τότε ένα μοναδικό  φαινόμενο πολιτικού ιδεαλισμού και εθνικής προσφοράς: Όχι μόνον δεν απεδέχετο να λαμβάνει μισθό ή άλλα οικονομικά οφελήματα ως Κυβερνήτης από τό Δημόσιο Ταμείο τής πασχούσης Ελλάδος, αλλά προσέφερε όλη τήν περιουσία του στον βωμό τής Εθνικής Παλιγγενεσίας. Εντός μόλις 12 μηνών από τήν άφιξή του στην Ελλάδα, τό σύνολο τής χρηματικής του περιουσίας είχε εξανεμισθεί, διότι χρηματοδοτούσε ο ίδιος, από τήν προσωπική του περιουσία, κατεπείγουσες ανάγκες τού κράτους για επισιτισμό τού πληθυσμού, μισθοδοσία τού Τακτικού Στρατού, κ.τ.λ., οσάκις τό Δημόσιο Ταμείο ήταν ελλειματικό ή και (συχνά) κενό χρημάτων, όπως αναδεικνύεται από τό κείμενο επιστολής του προς τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη—ο οποίος ως συνήθως ζητούσε ή και απαιτούσε χρήματα από τό κράτος—στις 10 Φεβρουαρίου 1829, επί λέξει ως εξής:

Ἢθελα νὰ ἔχω κἄμποσα ἑκατομμύρια τάλληρα, διὰ νὰ σᾶς δώσω ὅσα ζητεῖτε·  ἀλλὰ καθὼς σᾶς εἶπα, τὸ μὲν ἰδιαίτερὸν μου ταμεῖον εἶναι κενν, τὸ δὲ δημόσιον μόλις δύναται νὰ επαρκέσῃ εἰς τὰς μᾶλλον κατεπείγουσας χρείας τοῦ τρέχοντος φεβρουαρίου, καὶ τὸ πολὺ τοὺ ἡμίσεως μαρτίου. Τοῦτο εἶναι γνωστότατον καὶ δύνασθε αὐτοπροσώπως νὰ τὸ βεβαιωθῆτε βλέποντες τὰ κατάστιχα τῆς ἐπὶ τῶν οἰκονομικῶν ἐπιτροπῆς… ῾Υπομείνατε καθὼς ὑπομένω, καὶ ὑπομένω ἴσως ἐπέκεινα τῆς ἀνθρωπίνης δυνάμεως.

Εκείνη η ολοκληρωτική αυταπάρνηση τού Καποδίστρια, και μάλιστα σε υπερβατικό βαθμό αγιότητος, πάντοτε σε διοικητικό πλαίσιο “αὐστηροτάτης ἀμεροληψίας”, διαφάνειας τού Δημοσίου Ταμείου και “οἰκονομικωτάτης διαχειρίσεως”, ενδυνάμωνε τό χαλύβδινο ηθικό έρεισμα επί τού οποίου εδράζετο ο Καποδίστριας όταν ως Κυβερνήτης “ἔκρουε πᾶσαν θύραν” σε ξένες κυβερνήσεις και βασίλεια και στους όπου γης Έλληνες, αιτούμενος ή και ικετεύων “δωροφορίες” ή δάνεια υπέρ τής εμπολέμου Ελλάδος.

Υπό τό πρίσμα επομένως τού τεραστίου ηθικού αναστήματος τού Εθνάρχου Καποδίστρια είναι δυνατόν αφ’ ενός να γίνει κατανοητό από ιστοριογράφους τό θαύμα που η εμπόλεμος Ελληνική Πολιτεία επετέλεσε επί διακυβερνήσεώς του στον τομέα τής Παιδείας στην τελευταία τριετία τού Αγώνος τής Ανεξαρτησίας, και αφ’ ετέρου να γίνει εξ ίσου κατανοητή από μέλλουσες γενεές Ελλήνων η βαθύτερη ουσία τής περί Παιδείας εθνοσωτηρίου παρακαταθήκης του—παρακαταθήκης προσεπικυρωμένης από τό αίμα του, που εν γνώσει και πλήρει επιγνώσει τό προσέφερε προς τήν Πατρίδα, όπως αποκαλύπτεται σε επιστολή του στις 10 Ιουνίου 1827 προς τόν Ελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο (άτυπο οικονομικό του σύβουλο), επί λέξει ως εξής:

Ἀγωνιῶ νά προγνωρίσω τί θέλω απογείνῃ, καὶ ἄν μοὶ δοθῇ νὰ ἄρω τὸν οὐρανόθεν ἐπικαταβαίνοντά μοι σταυρὸν φήφῳ τῆς ἐν Τροιζῆνι συνελεύσεως.

  1.  Ελλνωνξθνωσις

Ο αγώνας και τό έργο τού Καποδίστρια για μια πρωτογενώς εθνική Παιδεία, ήτοι για μια “σωτηριώδη Ἰδιογενὴ Παιδαγωγία” όπως ο ίδιος τήν προσδιόριζε, εδράζετο στην πεποίθησή του ότι η ανεξαρτησία τής Νεωτέρας Ελλάδος δεν θα ολοκληρώνετο, ή και θα στερείτο ουσιαστικού νοήματος, εάν ο εξ Ανατολών επιβαλλόμενος (οθωμανικός) στρατιωτικός γενιτσαρισμός τού ανθού τής ελληνικής νεότητος επί Τουρκοκρατίας, υποκαθίστατο από μία άλλη—ίσως χειρότερη—μορφή γενιτσαρισμού, ήτοι από τόν εκ Δυσμών μεθοδευόμενο (ευρωπαϊκό) πολιτισμικό γενιτσαρισμό τών πλέον ευφυών νέων τής Ελλάδος μετά τήν Εθνική Παλιγγενεσία.

Αυτό τό μέγα θέμα—περί υφέρποντος πνευματικού εκφυλισμού τών Ελλήνων που σπουδάζουν πρωίμως και δη εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό, πριν δηλαδή εμβαθύνουν στην ελληνική γλώσσα ώστε να εμπεδώσουν (εσωτερικοποιήσουν βιωματικά) τόν ελληνικό πολιτισμό επαρκώς—ο Καποδίστριας τό διατύπωνε σε κάθε ευκαιρία, όπως π.χ. στην α΄ επιστολή του στις 6 Νοεμβρίου 1827 προς τόν Ανδρέα Μουστοξύδη περί τού εθνικού “ὀνείδους τῆς ἐξεθνώσεως” τών σπουδαζόντων εις τήν αλλοδαπή Ελλήνων, επί λέξει ως εξής:

Τὰ παιδία μας, οὕτως ἐκεῖσε κείμενα, ὁποίας καὶ ἂν ἀπολαμβάνωσιν φροντίδας παρὰ τῶν φιλανθρώπων προστατῶν, κινδυνεύουσιν ὅμως νὰ ἐκστραφῶσι τῆς οἰκείας φύσεως, χάνοντα βαθμηδόν καὶ τὴν αἴσθησιν τῶν θρησκευτικῶν χρεῶν των καὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης των, καὶ τὴν μνήμην τῶν ἐφεσίων καὶ ἰδιογενῶν ἠθῶν. Ἀποσπασμένα πρωΐμως ἀπὸ τὴν ὄντως πατρίδα, ἆρὰ γε δὲν θέλουσιν αναπλάσῃ ἐν ἑαυτοῖς πατρίδα τινὰ ἰδανικήν, κατὰ τὸν τύπον τοῦ τόπου ν ἤρχισαν πρῶτον νὰ σκέπτωνται; Ἀνδρωθέντες δέ, ἐπιστρέψουσιν ἆρα εἰς τὰς πατρίους αὐτῶν ἑστίας; Καὶ ἐπιστρέψαντες, ἔσονται ἆρα πολῖται ὠφέλιμοι; Ἀπεκρίθη πρὸς ταῦτα ἡ πεῖρα, καὶ ἀποκρίνεται καθ’ ἑκάστην ὅτι, παραδεδομένοι οἱ νέοι οὗτοι μόνως εἰς ἑαυτοὺς καὶ εἰς τῶν ξένων τὰ παραδείγματα, χαμένοι θέλουσιν εἶσθαι διὰ τὴν πατρίδα των, καὶ οὐδ᾿ ἄλλου τόπου τὴν σήμερον θέλουσιν γείνῃ χρήσιμον ἀπόκτημα. Ἀλλὰ καὶ τούτου γενομένου, τὸ ὄνειδος τῆς ἐξεθνώσεώς των εἰς τὴν Ἑλλάδα θὰ πέση.

ή σε άλλη επιστολή του, προς τόν Αδαμάντιο Κοραή τό 1829, περί τών νέων τής Ελλάδος που “διαφθείρονται” στην Ευρώπη “ἐπὶ προφάσει μαθήσεως”, επί λέξει ως εξής:

Καὶ ἐγὼ ἀναγκαιώτατον κρίνω νὰ συλλέξωμεν καὶ ἐπαναγάγωμεν εἰς τὴν Ἑλλάδα τοὺς νέους ῞Ελληνας ὅσοι ἐπὶ προφάσει μαθήσεως διαφθείρονται ἐν Εὐρώπῃ. Ἀλλὰ χρειάζεται πρότερον νὰ ἔχωμεν οἰκήματα νὰ τοὺς βάλωμεν, τὰ ὁποῖα, καθὼς σᾶς εἶπα, εἰσέτι στερούμεθα.

Ειδικότερα,  η εξέθνωσις (αλλοτρίωση) ή πολιτισμική διαφθορά (αλλοίωση) τών εις τήν αλλοδαπή σπουδαζόντων Ελλήνων είναι συνέπεια τής αποξένωσης αυτών από τά  πατρογονικά ήθη, τήν εθνική γλώσσα και τήν ορθόδοξη θρησκεία, όπως ρητώς γράφει ο Καποδίστριας σε επιστολή που απέστειλε από τό Ναύπλιο προς τόν Λεβέο στην Κέρκυρα (11 Μαρτίου 1830), επί λέξει ως εξής:

῾Η πεῖρα, ἄριστος ἐν πᾶσι διδάσκαλος, ἤδη κατέδειξεν εἰς ἡμᾶς τὰ ἄμουσα ἀποτελέσματα τῆς ἐπὶ ξένης τῶν  νέων ἀγωγῆς… ᾽Επιστρέφουσιν οἱ τοιοῦτοι εἰς τὴν Ἑλλάδα τόσον ἀποξενωμένοι τῶν ηθῶν, τῆς γλώσσης καὶ αυτῆς τῆς θρησκείας τῶν πατέρων των, ὥστε, καὶ μάθησιν ἂν ἀπέκτησαν, βαρείας δυσκολίας εὑρίσκουσιν εἰς τὸ συνειθίσαι ἐκ νέου τὰ τῆς πατρίδος καὶ γενέσθαι ὁποσοῦν ὠφέλιμοι εἰς αυτὴν.

Ο Καποδίστριας, λόγω τής ιδιοφυίας του και λόγω τής τεραστίας εμπειρίας του στα διπλωματικά και γεωστρατηγικά υψίπεδα τών Μεγάλων Δυνάμεων—όπως συνοψίζεται στο επιμύθιο (σ. 40)—  είχε διείδει τόν μείζονα εθνικό κίνδυνο από αυτό που στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία ονοματοδοτείται σήμερα εύστοχα ως «πολιτισμικός ιμπεριαλισμός» («cultural imperialism» κ.ο.κ.), ήτοι εθνική άλωση (γεωστρατηγική καθυπόταξη) κάθε μικρής χώρας από τίς Μεγάλες Δυνάμεις διά τής πολιτισμικής αλλοτριώσεως (“ἐξεθνώσεως”) τής ακαδημαϊκής και κατ’ επέκταση τής πολιτικής τάξης κάθε μικρής ή περιφερειακής χώρας.

Δηλαδή οι Μεγάλες Δυνάμεις, από τήν εποχή τής αποικιοκρατίας και έκτοτε, επιδιώκουν συστηματικά να αλλοτριώνουν πολιτισμικά τήν «πνευματική ηγεσία» κάθε εξαρτημένης χώρας ή αποικίας, π.χ. τούς ιθαγενείς «ανθρώπους τών γραμμάτων και τών τεχνών» τής χώρας, όπως επίσης και επιλεγμένους «πολιτικούς ταγούς» της.

Κατά συνέπεια, οι πολιτισμικώς αλλοτριωμένοι ή ἐξεθνωθέντες εντόπιοι, σωρηδόν με τήν σειρά τους ως (ξενολάγνοι) πολιτισμικοί γενίτσαροι, επιβάλλουν στους άλλους ιθαγενείς τής χώρας τους ένα πολιτισμικά στρεβλό εκπαιδευτικό σύστημα, ήτοι σύστημα μαζικής ψευδοπαιδείας (πολιτισμικής άλωσης), που συντηρεί τήν αμάθεια ή ημιμάθεια τών εντοπίων λαϊκών στρωμάτων και παράλληλα διαιωνίζει τήν πολιτισμική γενιτσαροποίηση τών ιθαγενών γόνων τής πολιτικής τάξης τής χώρας. Ο Καποδίστριας είχε εμβριθή γνώση αυτού τού φαινομένου—αφού μάλιστα τό βίωσε επί Ενετοκρατίας τών Επτανήσων—όπως εμφαίνεται σε υπόμνημα που υπέβαλε ως Υπουργός Εξωτερικών τής Ρωσίας προς τόν ομόλογό του τής Αγγλίας Λόρδο Κάστλερη κατά τό Συνέδριο τών Παρισίων τό 1815, όπου έγραφε τα εξής:

῾Η πολιτεία τῆς Ἑνετίας ἐφοβεῖτο τὸ ἔξοχον τῆς φυσικῆς μεγαλοφυΐας τοῦ ῞Ελληνος καὶ ἐπροσεπάθει νὰ τὸ καταβάλῃ μὲ τὴν ἀμάθειαν. ῾Η Ἑνετικὴ Γερουσία οὐδέποτε συνεχώρησεν νὰ συστηθῶσι σχολεῖα δημόσια εἰς ταύτας τὰς νήσους. Μόνον εἰς τὴν πρωτεύουσαν καὶ τὸ πανεπιστήμιον Παταβίου οἱ ἰθαγενεῖς τῶν Ἑπτανησίων ἔπρεπε νὰ πορευθῶσιν ὅπως ἐκπαιδευθοῦν. Πλὴν μᾶλλον κατὰ προνόμιον Μακιαβελικὸν ἠδύναντο αὐτοί νὰ λάβωσι διπλώματα τῆς ἐπιστήμης τοῦ δικαίου καὶ τῶν ἄλλων σχολῶν, ἄνευ τοῦ νὰ διατρέξωσι πρότερον τακτικήν τινα σπουδὴν ἐν τῷ πανεπιστημίῳ…

Τότε και έκτοτε, κάθε τέτοια πολιτισμική αλλοτρίωση ή εξέθνωση συντελείται εν πολλοίς δι’ «εγκυκλίων» σπουδών τών πλέον ευφυών ή οικονομικώς προνομιούχων νέων τής μικρής ή εξηρτημένης χώρας σε εκπαιδευτήρια (και πολιτισμικά αλωτήρια) Μεγάλων Δυνάμεων, ήτοι δι’ εκπαιδευτικών προγραμμάτων που καταρτίζονται αποκλειστικά από τίς Μεγάλες Δυνάμεις σύμφωνα με δικά τους εθνικά συμφέροντα και γεωστρατηγικές επιδιώξεις. Τό πόσο επικίνδυνη είναι για τό έθνος η πολιτισμική αλλοτρίωση κατεδείχθη τό 1829-1831, τότε που διάφοροι “ἡμίσοφοι καὶ λογιώτατοι, σπουδασταί τῆς Εὐρώπης” συνεργούσαν ως φατρία με τίς δύο άλλες διαβόητες φατρίες, αφ’ ενός τών “Φαναριωτῶν” και αφ’ ετέρου τών “ἐντοπίων στασιαρχῶν ὀλιγαρχῶν” (Προκρίτων), προς αποσταθεροποίηση τού Καποδίστρια, με πρόσχημα μεν τήν δήθεν αντιδημοκρατική διακυβέρνησή του αλλά με υφέρποντα σκοπό (και πραγματικό αποτέλεσμα) τήν ματαίωση αφενός τής ρηξικέλευθης φιλολαϊκής αγροτικής του πολιτικής (αναδιανομή καλλιεργήσιμης γής) και αφετέρου τής δημοσιονομικής του πολιτικής (κεντρικός έλεγχος τελωνειακών δασμών), που μεθόδευε τότε ο Καποδίστριας κατά παγιωμένων (από τήν Οθωμανική περίοδο) συμφερόντων τών Προκρίτων—ματαίωση τήν οποία οι Πρόκριτοι πέτυχαν τελικά διά τής φονοκτονίας του. Ιδού οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί τής δολοφονίας τού Μεγάλου Εθνάρχου, όπως ο ίδιος τούς περιέγραψε σε επιστολή του προς τόν Πρίγκηπα Κ. Σούτσο στις 31 Ιανουαρίου 1831, επί λέξει ως εξής:

 Ποῖοι δὲ εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ σαλεύοντες καὶ ἀγωνιζόμενοι νὰ φέρωσι τὸ πᾶν ἄνω κάτω, σᾶς τὸ ἐσημείωσα εἰς τὰ προηγούμενα γράμματά μου· εἶναι (συγχωρήσατέ μοι νὰ τοὺς ὀνομάσω μὲ τὸ περιληπτικὸν των ὄνομα) οἱ Φαναριῶται, εἶναι ὀλίγοι ξένοι οἱ οποῖοι δὲν ἠδυνήθησαν ἄλλως νὰ κάμωσι κατάστασιν, ὀλίγοι πρόκριτοι οἵτινες ἤθελαν νὰ διαμοιρασθῶσι τὰ πτωχὰ εἰσοδήματα τοῦ κοινοῦ, κυριεύοντες ἕκαστος τὴν ἐπαρχίαν του, καὶ ὀλίγοι νέοι ἐρχόμενοι εἰς τὴν Ἑλλάδα μὲ τὰ ἐξωτερικὰ μαθήματα.

Όσο μάλιστα κι αν είναι “ὀλίγοι” οι “ξένοι” και οι “νέοι ἐρχόμενοι εἰς τὴν Ἑλλάδα μὲ τὰ ἐξωτερικὰ μαθήματα”, εντούτοις η επιρροή τους σε εθνικά θέματα μπορεί να αποβεί καταστροφική (ή και δολοφονική). Τότε οι εν λόγω “ἡμίσοφοι”, ενίοτε σε παρασκηνιακή αντεθνική συνεννόηση με ξένους παράγοντες, προσέφεραν τήν όποια δυτικογενή μόρφωση και προπαγανδιστική τους πένα σε προύχοντες, αφενός προς προάσπιση κατεστημένων οικονομικών συμφερόντων πλοιοκτητών και κοτσαμπάσιδων, και παράλληλα εις έργω εξυπηρέτηση αλλοτρίων γεωπολιτικών επιδιώξεων Μεγάλων Δυνάμεων, σε βάρος πάντα τού ελληνικού λαού: Οι εκ τής Εσπερίας αφιχθέντες “ἡμίσοφοι” επεδόθησαν σε συκοφαντική λιβελλογραφία κατά τού Καποδίστρια, εξακοντίζοντες ιοβόλα βέλη υβριστικής ή και χυδαίας προπαγάνδας εναντίον του (π.χ. αντιπολιτευόμενη εφημερίδα «Απόλλων» εκδιδομένη στην Ύδρα), προτρέποντες ρητώς τόν λαό σε στάση ή και σε φυσική εξόντωση (δολοφονία) τού Κυβερνήτη, στη (μάταιη) προσπάθειά τους να παραπλανήσουν τούς πολλούς, να τούς παρασύρουν υπέρ τών Προκρίτων και να τούς στρέψουν κατά τού Εθνάρχου. Προσέφεραν δηλαδή διά τής δυτικογενούς ημιμάθειάς τους τό προσχηματικό «ηθικό άλλοθι» (moral alibi) στους Προκρίτους για τίς μηχανεύσεις τους σε βάρος τού Εθνάρχου και σε βάρος τού έθνους, ώστε οι αντιπολιτευόμενες φατρίες να εμφανίζονται ως κηδόμενες δήθεν υπέρ δημοκρατίας—ενώ, όπως κατεδείχθη και απεδείχθη εκ τών υστέρων, οι ίδιοι εκείνοι Πρόκριτοι, Φαναριώτες και “ἡμίσοφοι” έσπευσαν σωρηδόν αργότερα να εναγκαλισθούν ιδιοτελώς τήν βασιλεία τής εν Ελλάδι Βαυαρικής δυναστείας.

Επιπροσθέτως, οι “ἡμίσοφοι” δεν ορρωδούσαν προ ουδενός ως διανοητικά υποχείρια τών Προκρίτων: Ως γνώστες ευρωπαϊκών γλωσσών, οι “ἡμίσοφοι” κατέπεσαν σε έσχατο σημείο αντεθνικής εξαχρείωσης, συντάσσοντες και αποστέλλοντες επιστολές σε προσωπικότητες και κυβερνήσεις ανά τήν Ευρώπη προς κατασυκοφάντηση τής κυβερνήσεως, καθόν χρόνον ο Καποδίστριας έδιδε τόν υπέρ πάντων αγώνα στα διπλωματικά υψίπεδα τών Μεγάλων Δυνάμεων για τήν ανεξαρτησία τής Πατρίδος εν όψει τής Συνθήκης τού Λονδίνου τού 1830, διά τής οποίας η Ελλάς επανεισήλθε εν δόξη στο πάνθεον τών ανεξαρτήτων χωρών:

Τρεῖς ὅμως φατρίαι, ὑπὸ τῶν ξνων ἀναῥῥιπιζόμεναι, ἀντεστάτουν εἰς τὴν υψηλὴν ἐπιχείρησιν καὶ εἰς τὴν δημοτικότητα τοῦ Καποδίστρια· ἡ τῶν προκρίτων (κοτσαμπασίδων), οἵτινες συστήσαντες ὑπό τοὺς Τούρκους ὀλιγαρχίαν καταπιεστικὴν τοῦ λαοῦ, ἔτεινον εἰς κομματισμὸν τῆς Ἑλλάδος, καὶ κακῶς ἔβλεπον τὴν κατασκευὴν κεντρικῆς κυβερνήσεως· ἡ φατρία τῶν ἡμισόφων καὶ τῶν λογιοτάτων, σπουδαστῶν τῆς Εὐρώπης· καὶ ἡ τῶν ὀλίγων φαναριωτῶν ὅσοι διέφυγον τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὰς σφαγάς. Αὐτοὶ δὲ διὰ τὰ προηγούμενά των ἠξίουν νὰ ἔχωσι καὶ αὐτόνομον προνόμιον νὰ ἐκδουλεύωσι τὸ ἔθνος πρὸς ὄφελός των. Περαιτέρω θέλωμεν ἰδεῖ σαφέστερον ὅτι αἱ τρεῖς αὕται φατρίαι ἔμειναν ἀδιάλλακτοι πρὸς τὸν Κυβερνήτην· ἡ μὲν τῶν ἡμισόφων, διότι αὐτός ἦτον ἄνθρωπος τῆς προνοίας, αἱ δὲ λοιπαὶ δύο, διότι ἦτον ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ. Καὶ αἱ τρεῖς νὰ διεγείρωσι κατὰ τῆς κυβερνήσεώς του τὴν ἐξωτερικὴν πολιτικὴν διεσπούδαζον…

Όταν βέβαια όλες εκείνες οι αντεθνικές μηχανεύσεις απέτυχαν καθολικά—επί καταστροφή όμως τού εθνικού στόλου στον Πόρο (1 Αυγούστου 1831) από “στασιαρχοῦντες” τών αντιπολιτευομένων φατριών, μετά τήν πραξικοπηματική τους κατάληψη τού εθνικού ναυστάθμου στον Πόρο (14 Ιουλίου 1831)—τότε οι Πρόκριτοι, πρωτοστατούντων τών Μαυρομιχαλαίων, μετήλθαν τό έσχατο ανόσιο μέσο, που θεωρούσαν ότι τούς απέμενε, κατά τής φιλολαϊκής πολιτικής τού Καποδίστρια: Τήν δολοφονία του. Με τήν υποστήριξη (εν γνώσει σιωπηρά συναίνεση ή και ενεργό έμμεση παρότρυνση) ξένων Δυνάμεων, ήτοι Γαλλίας και Αγγλίας, οι Πρόκριτοι δολοφόνησαν τήν μοναδική εθναρχήσασα πολιτική προσωπικότητα παγκοσμίου εμβελείας στην ιστορία τής Νεωτέρας Ελλάδος, παρά τήν παλλαϊκή υποστήριξη που απελάμβανε και παρά τήν ένθερμη υποστήριξή του από πολλούς δεδοξασμένους στρατιωτικούς (όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Δημήτριος Υψηλάντης, κ.ο.κ.). Προφανώς δε στους ηθικούς αυτουργούς εκείνης τής φονοκτονίας, εκείνης τής Ἑλλήνων ῞Υβρεως —η οποία ατίμασε, τότε και έκτοτε, τήν εν δόξει άρτι εγερθείσα Ελλάδα—συμπεριλαμβάνονται, εξ ορισμού, οι ἔργῳ (προπαγανδιστικώς) συνεργήσαντες “ἡμίσοφοι” και λοιποί “λογιώτατοι”.

ΠΗΓΕΣ:

  1. Α΄ έκδοση: Το μονοτονικό γλωσσικό ιδίωμα του συγγραφέα (τονισμός άρθρων κ.τ.λ.) εφαρμόζει τους 10 κανόνες γραμματικής που προσδιορίζονται στις σελίδες 46-47 της α΄ εκδόσεως του βιβλίου, που είναι δωρεάν διαθέσιμη σε ψηφιακή μορφή (αρχείο pdf) στην παρακάτω διαδικτυακή διεύθυνση της «Ανοικτής Βιβλιοθήκης» του  ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ(free download) εδώwww.openbook.gr/peri-paideias-parakatathiki-iwannou-kapodistria/
  1. Β΄ έκδοση: Η β΄ έκδοση του βιβλίου σε αρχείο pdf με τα κείμενα τού Καποδίστρια στην αυθεντική μορφή τους, στο πολυτονικό σύστημα, όπως κατεγράφησαν από τους Γραμματείς του, εδώ: www.academia.edu/36536290/The_Kapodistrian_Legacy_on_Education,στο ακαδημαϊκό site τού συγγραφέα JOHN D. PAPPASεδώhttp://columbia.academia.edu/JohnDPappas.

Κείμενο
asdf asdf asdf asdf asdf

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *