ΒΥΡΩΝ ΠΟΛΥΔΩΡΑΣ,
πρ. Υφυπουργός Παιδείας,
πρ. Υφυπουργός Εξωτερικών,
πρ. Υφυπουργός Προεδρίας και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος.
Πιστεύω ότι η λογική των γεγονότων μάς πείθει ότι εμείς πρέπει να αξιοποιήσουμε το συγκριτικό πλεονέκτημα που λέγεται πνεύμα. Πνεύμα ελληνικό, πνεύμα humanities. Μητρόπολη των ανθρωπιστικών σπουδών δεν νοείται να μάς τα φέρει όλα ο Ευάγγελος [σ.σ. ο ακαδημαϊκός Ευάγγελος Μουτσόπουλος] από το Παρίσι κι από τούς Γερμανούς. Θέλω πρωτογενείς [ερευνητικές] ανακοινώσεις εδώ σε μια σταθερή συχνότητα και κυρίως με ενδιαφέρει να εξάγονται και εμβίως, όχι μόνον στα χαρτιά, με τις ανακοινώσεις σας, αλλά να ’χω και κάποιους καινούργιους μαθητές. Αυτό είναι το ζητούμενο. Αυτό είναι η βάση επισπεύσεως που κάνει—επισπεύσεως με τη νομική σημασία τού όρου—που κάνει ο Σοφοκλής Ξυνής, και χαίρω ότι μετέχουμε όλοι. Διότι άμα χάσουμε τον εαυτό μας, τί εξαγωγή πνεύματος να κάνουμε; Τη λεγόμενη πολιτιστική διπλωματία τη θέλω σε μάθημα που δεν υπάρχει ούτε στην Α΄ δημοτικού ούτε στην τελευταία τού πανεπιστημίου. […]
Τώρα να σας διαβάσω (και μπαίνω στο δεύτερο κεφάλαιο που λέγεται “Ιδιωτική Εκπαίδευση” και παίρνω και τις θέσεις μου) από τον Πλούταρχο, στον Κικέρωνα, τη μεγάλη φράση. Λυπάται ο Απολλώνιος, ο Μόλονος, δάσκαλος τού Κικέρωνα, στο 70 [π.Χ.] που ήταν στη Ρόδο, όταν τού λέει: “Σὲ μὲν, ὦ Κικέρων, ἐπαινῶ καὶ θαυμάζω”—τάμαθες τα γράμματα τέλος πάντων— “τῆς δὲ Ἑλλάδος οἰκτίρω τὴν τύχην, ὁρῶν ἀφ’ ὧν τῶν καλῶν ἡμῖν ὑπελείπετο καὶ ταῦτα Ρωμαίοις διὰ σοῦ προσγινόμενα, παιδείαν καὶ λόγον”, δηλαδή είχαμε εμείς που είχαμε Παιδεία και λόγο και τά ’χαμε σαν μονοπώλιο, τώρα τα χάνουμε κι αυτά γιατί μέσω εσού που σε θαυμάζω, τα πήρες και τα μεταγγίζεις, τα μεταφυτεύεις στη Ρώμη.
Μέχρι το 70—τη χαιρώνεια γραφή, μία μικρή παρένθεση—μέχρι το 70, 60 [π.Χ.] αυτοί [οι Ρωμαίοι] ήσαν ξυλοκτίστες τελείως, είχαν τρεις μικρές οικογένειες, πιο λατινογενείς γλώσσες και ασυναρτησίες, δηλαδή σαχλαμάρες: Μέχρι το 70 είχαν τρεις οικογένειες εννοιών και λέξεων, ήταν τα τού αγρού, τα τής ιππικής και τού πολέμου και τα τού οίκου. Τελείωναν, εξαντλούνταν οι άνθρωποι. Το 70, προχθές μιλάμε, το 70 προ Χριστού, έρχεται ο Κικέρων στη Ρόδο και κάνει τη μεγάλη παρέμβαση: Παίρνει 2.000 ελληνικές λέξεις, τις ενσωματώνει [στη Λατινική] και παίρνει και το σύστημα προθέσεων και κάνει τον μεγάλο πολλαπλασιασμό σε έννοιες. Ελληνογενής, βλέπει τη δύναμη τής Ελλάδος, αλλά κυρίως βλέπει τη Ρόδο ή και την Αθήνα, την Αθήνα όλων των αιώνων, αλλά την Αθήνα κυρίως, με ενδιαφέρει, τού 4ου αιώνα π.Χ., τού Χρυσού Αιώνα τής Ορθοδοξίας.
Εάν είχαμε δημόσια πανεπιστήμια, σαν τα σημερινά, με τις αγκυλώσεις κ.τ.λ., είτε για senatores bonni viri, senatus mala bestia, είτε για οτιδήποτε άλλο, δεν θα ’ρχόταν ο Κικέρων στη Ρόδο [το 70 π.Χ.], ούτε ο Βασίλειος, ο Ιωάννης και ο Γρηγόριος στην Αθήνα το 350 μ.Χ. Συμπέρασμα: Το συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως λέμε σε μια ρουτινιάρικη διατύπωση—που συνάγεται, κύριε Κουρεμένε [σ.σ. αναφέρεται στον Καθηγητή Α. Κουρεμένο], από τον Ricardo, αυτός ήταν ο εφευρέτης τού όρου—το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι το πνεύμα, το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι οι προσημειώσεις εγγραφής υποθήκης που έχουν κάνει οι συγχωρεμένοι υπέρ ημών.
Ο κορμός των τριών κορυφαίων Άγγλων ποιητών [John Keats, Percy Shelley και Lord George Gordon Noel Byron] είναι η Ελλάδα, κλασική βέβαια, Κλασική Ελλάδα, αλλά δεν είναι, πώς να πούμε, αυτή η εξειδίκευση στη χρονική περίοδο ή στο θεματολόγιο, δηλαδή η κλασική δεν είναι και ψέγος, γιατί νομίζω ότι είναι και το μεγάλο αντέρεισμα πάνω στο οποίο μπορούμε να οργανώσουμε οτιδήποτε θέλουμε να σκεφτούμε, τη σκέψη μας, την ακαδημαϊκή μας σκέψη.
Η κατάληξή μου. Όσον αφορά στο ζήτημα τής Ιδιωτικής Παιδείας, όλα αυτά, πρέπει να εξηγηθώ σε κάτι. Μην τα κολάζετε τα ανθρωπάκια τούς πολιτικούς, μην τα αδικείτε, διότι εμένα προχθές μού είπε και μάλλον δεν στερούμαι γενναιότητος, νταηλίδικα αξιωματούχος τής Παιδείας, ακαδημαϊκός εννοώ, ότι αν γίνει αναθεώρηση τού Συντάγματος, εγώ κατεβαίνω με 5.000 φοιτητές και τα κλείνω [τα κολλέγια]. Εδώ πρέπει να γίνουν οι εξής θέσεις, μία για την ουσία, δύο είναι αλλά μία [για την ουσία], το τονίζω: Διακεκριμένο το επαγγελματικό, το ζήτημα τής επαγγελματικής αποκαταστάσεως, από το ακαδημαϊκό μέρος, γιατί αλλιώτικα γινόμαστε κατεργαραίοι, [επιδιώκοντες] πώς θα βρεθούμε με ένα εργαλείο επιβίωσης. Άλλο η επιβίωση και άλλο η ακαδημία, το ακαδημαϊκό μέρος. Και αυτό να γίνει σαφές, με ευθύ διάλογο προς τούς πολίτες κι ύστερα με άλλους μηχανισμούς, τούς οποίους θα κοιτάξουμε (αυτή είναι η δεύτερη υποπρόταση που λέει ο λόγος) με άλλους μηχανισμούς θα συνεννοηθούμε με την κοινωνία πώς ανταγωνιστικά η εγκυρότητα θα είναι επί τη βάσει περγαμηνών κι επί τη βάσει ενός αξιοκρατικού στοιχείου ή οπλοστασίου.
Γιατί ξέρετε τί γίνεται τώρα; Ωραία, κατοχυρώσαμε τούς διαγωνισμούς και τα «αντικειμενικά» και «τα…»—πώς τα είπε η ακαδημαϊκή προηγουμένως;—να μην έχουν την ανθρώπινη κρίση. Τί πάει να πει; Η ανθρώπινη κρίση είναι διάλογος. Στο τέλος-τέλος όλη η ανθρώπινη κρίση να υπάρχει και να είναι ετοιμότητα απολογισμού, να είναι υπόλογος ο εκφέρων την ανθρώπινη κρίση. Δηλαδή, το δέχομαι ότι έχουμε στακάρει, ότι η ανθρώπινη κρίση είναι πρόβλημα. Εν τούτοις η ανθρώπινη κρίση θα λειτουργεί πάντα: Ανθρώπινη κρίση δεν είναι εκείνη τού επιθεωρητού καθώς αυτός ελέγχει τον υπάλληλό του; Αλλά ενώ λοιπόν ασφαλίσαμε, υποτίθεται, με «αντικειμενικές» κρίσεις και με κομπιούτερ και κολοκυθάκια το Δημόσιο, η vast market, η πάντως αχανέστερη και ευρύτερη ιδιωτική είναι ασύνδετη, και ως ασύνδετη υπόκειται σε παρεμβάσεις των μη πολιτικών, σε παρεμβάσεις δικαστών στην καλή εταιρεία, γιατί στην καλή εταιρεία δεν έχω εγώ «πέραση», αλλά έχει «πέραση» ένας πλούσιος ή ένας δικαστής ή ένας καθηγητής πανεπιστημίου ή το παιδί τού εργοδότη, εκεί που έχει την επιχείρηση, στην οποία θέλω να στείλω κάποιον να δουλέψει… Με τον φαυλισμό αυτό, με το clientele αυτό, έχει κι άλλες μορφές το clientele (δεν είναι μόνον η παραδοσιακή, π.χ. όπως όταν βάζεις έναν κλητήρα στο Δημόσιο), με τούτα και με άλλα…
Έχω σαν συμπέρασμα ότι η πρωτοβουλία Ξυνή για την είσοδο ξένων φοιτητών εδώ, η πρωτοβουλία Ξυνή για το ιδιωτικό πανεπιστήμιο με την έννοια—ή ό,τι χαρακτηρισμό πάρει—με την έννοια ότι διακεκριμένο (ας γίνει συνείδηση, το χρειαζόμαστε) διακεκριμένο το ακαδημαϊκό μέρος (που το έχει δικαίωμα κάθε άνθρωπος να τού το προσφέρουμε, και δια τού οποίου εξυπηρετείται η πολιτιστική διπλωματία) και άλλο το επαγγελματικό μέρος.